"Τα σπίτια του Κωστή Παλαμά" - Αφιέρωμα στα 65 χρόνια από το θάνατό του

Παλαμάς σήμερα. Πώς να ξεχάσεις;

Ώρα 3 και 20, ξημέρωνε Σάββατο, 27 Φλεβάρη, στη σκλαβωμένη Αθήνα του 1943. Στο τελευταίο σπίτι της ζωή του, στην οδό Περιάνδρου 5, στην Πλάκα.



Κι έφυγε το νέο αστραπή από στόμα σε στόμα... Πέθανε ο ποιητής. Ο εθνικός ποιητής της νεώτερης Ελλάδας. Αυτός που άστραψε το προαιώνιο φως της στους αιώνες:

« Αρχαίο πνεύμα αθάνατο, αγνέ Πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού.
Κατέβα φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί.

Κάμποι βουνά και θάλασσα φέγγουνε μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
και τρέχει στον ναό εδώ προσκυνητής σου,
αρχαίο πνεύμα αθάνατο κάθε λαός. »

Ο Παλαμάς δεν έζησε όλα τα χρόνια του στο σπίτι της οδού Περιάνδρου. Έζησε τα τελευταία του. Κι εδώ συναντήθηκε με το θάνατο. Λύτρωση ήταν ο θάνατος για τον Παλαμά. Λίγο να σκύψεις στα γεγονότα της ζωής του το νιώθεις... Εκείνο το Φλεβάρη, του '43, ο Παλαμάς κήδευσε την αγαπημένη σύντροφο της ζωής του. Άντεξε λιγότερο από είκοσι μέρες την απουσία της. Της Μαρίας του... Της Μαρίας Βάλβη. Της μητέρας των τριών παιδιών τους, του Λέανδρου και του μικρούλη Άλκη:

αρχείο Σαραντάκου

Ο ποιητής και η κόρη του η Ναυσικά και ο Λέανδρος και η Μαρία του... Ο Άλκης δεν είναι εδώ. Ο Άλκης έφυγε νωρίς. Θρυμματίζοντας την ψυχή του πατέρα του σε μυριάδες δάκρυα - διαμαντόπετρες, περιδέραιο αιώνιο στον πρόωρο χαμό κάθε μικρού και άγουρου:

Μήτε μὲ τὸ σίδερο,
Μήτε μὲ τὸ χρυσάφι,
Μήτε μὲ τὰ χρώματα
Ποὺ σπέρνουν οἱ ζωγράφοι

Μήτε μὲ τὰ μάρμαρα
Τὰ τεχνοσκαλισμένα·
Τὸ σπιτάκι σου ἔπλασα
Παντοτινὸ γιὰ σένα

Μόνο μὲ τοῦ πνεύματος
Τὰ μάγια! Σοῦ τὸ ὑψώνω
Σ᾿ ἕνα τόπον ἄϋλον,
Ἀπείραχτο ἀπ᾿ τὸ χρόνο.

Μ᾿ ὅλα μου τὰ δάκρυα
Καὶ μὲ τὸ αἷμα μου ὅλο
Τοῦ ἔχτισα τὰ θέμελα,
Τοῦ σκέπασα τὸ θόλο

Κι ἂ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου,
Νὰ μένῃς μοναχό σου,
Κάλεσε καὶ κράτησε
Μέσα στ᾿ ἀρχοντικό σου

Ὅλα τὰ ἐρωτόπλαστα
Καθὼς ἐσὺ βλάσταρια
Π᾿ ἄνθισαν κι ἀπόσβυσαν,
Μιᾶς χρυσαυγῆς καμάρια!


ΠΗΓΗ: ΕΔΩ

Φεβρουάριος ήταν και τότε. Του 1998:

Ένα άλλο θλιβερό γεγονός που βύθισε σε βαθιά θλίψη τον Παλαμά ήταν ο θάνατος του πολύκλαυστου αγαπημένου του αγοριού, του Άλκη.

Όσες ημέρες βρισκόταν στον «Ευαγγελισμό» κοντά στο άρρωστο παιδί του, που λέγεται ότι είχε όγκο στο κεφάλι, τόση ήταν η οδύνη του, που ο Χίος ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Σύψωμου, έγραφε σε επιστολές του στον Κώστα Χατζόπουλο που βρισκόταν στη Φινλανδία: «Σπεύσον, χάνομεν τον Παλαμάν». Η βαθιά οδύνη του για τον θάνατο του Άλκη υπήρξεν ίσως η αιτία που έγραψε το αριστούργημά του, «Ο Τάφος», (1898).

Ο Παλαμάς συνέθεσε τον θρήνο του από τις 24 Φεβρουαρίου ως τις 9 Μαρτίου 1898, «έναν σταλακτίτη με τα δάκρυα της ψυχής του τα κρυφοσταλάζοντα μέσα του... Η φιλοσοφία της λύπης εκράτησε τα δάκρυα για να τα χύση εις λάμποντας στίχους». Ήταν τόση η απήχηση από το μουσικό άλγος του θρήνου, ώστε το βιβλίο ξανατυπώθηκε άλλες τρεις φορές και μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.

ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Στάθηκε άτυχος ο Φλεβάρης για τους Παλαμάδες... Ποιος ξέρει αν εκείνον, τον τελευταίο του 1943, αν καταλάβαινε, αν θυμόταν... Λένε πως ήταν βαριά άρρωστος και δεν έμαθε ούτε της στοργικής συντρόφου του το χαμό. Λένε μα δεν ξέρουν πως κείνες τις ώρες νιώθεις και καταλαβαίνεις τις παρουσίες κι εκείνων που λείπουν... Λύτρωση ήταν για τον Παλαμά ο θάνατος εκείνο το ξημέρωμα. Στο τελευταίο σπίτι της ζωής του, στην Πλάκα. Εκεί που μνήσκει και μας πονά μια πλάκα μόνο να θυμίζει τούτη τη μέρα:

Έγραψαν κι αν έγραψαν για τούτη την κατάντια... Αφορμή για μένα στάθηκε το άρθρο της Σοφίας. Η επιστολή της στο Δήμαρχο. Να κάνει κάτι για τον ποιητή που κάποτε η Ελλάδα ακούμπησε πάνω στο φέρετρό του... Πάνε 65 χρόνια από τότε:

Πηγή φωτογραφίας και του κειμένου που ακολουθεί: ΠΟΝΤΙΚΙ

«Για μια στιγμή δεν ακούγεται τίποτα. Και τότε ακούγεται ο Σικελιανός. Βγαίνει μπροστά και πάνω απ’ τον νεκρό απαγγέλλει βροντές.

Ηχήστε, οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές…

Η βροντώδης φωνή ραγίζει θαρρείς τους τοίχους. Και τις καρδιές. Φλάμπουρα, νομίζω, ξεπετάγονται από παντού. Οι ανάσες κρατιούνται… Οι “προσκυνημένοι” κάνουν σύσταση να μη συνεχιστεί το “κακό”. Μα ο κόσμος έχει κιόλας υπακούσει στον Παλαμά. Και “μέθυσε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα” Ανυπάκουος κι ο Σκίπης μπαίνει μπροστά και βρίζει τον κατακτητή. Κλαίγοντας ακατάπαυστα κάνει το στόμα του ντουφέκι. Και χτυπάει: “Μέσ’ από τα κάγκελα τ’ αόρατα / της απέραντής μας φυλακής / μέσα στο κελί το σκοτεινό μας / δεν εβάσταξες τον πόνο της φυλής / κι έπεσες σα δρυς απ’ τα χτυπήματα / κάποιων μαύρων ξυλοκόπων…”.

…Με την αντάρα στα μάτια γυρίζει ο Σικελιανός σε μας: Ελάτε δω σεις οι νέοι, οι φοιτητές, φωνάζει. Σε σας ανήκει, εσείς να τον πάτε. Τα χάνουμε για μια στιγμή. Μετά ριχνόμαστε στο φέρετρο, παραμερίζοντας ο ένας τον άλλο. Το σηκώνουμε. Προχωράμε. Φτάνουμε στον τάφο. Ο λάκκος ήταν ανοιγμένος. Βγάζω το στεφάνι από το κεφάλι μου και τ’ ακουμπώ στο φέρετρο. Τότε είδα πως από την άλλη μεριά αυτός που βαστούσε τον Παλαμά ήταν ο Σικελιανός. Ενας γερμανός επίσημος, εκ μέρους του πληρεξούσιου για την Ελλάδα, άφησε το στεφάνι του φτύνοντας τον ποιητή με τα λόγια: “Το Τρίτο Ράιχ στον Κωστή Παλαμά. Χάιλ Χίτλερ”. Ο Σικελιανός γλιστράει. Πάει να πέσει. Δίνει μια με το χέρι του και ξεβρομίζει “κατά λάθος” το φέρετρο.

Ανάσταση και Καθαρή Δευτέρα

Κατεβάζουν το φέρετρο. Ο λαός γονατίζει. Ο Σικελιανός ρίχνει μια φούχτα χώμα. Η Κοτοπούλη άλλη μια. Εγώ επίσης. Γύρω στις άκριες, γραμμές ολόκληρες από καραμπινιέρους και Γερμανούς παραφυλάνε. Μια φοιτήτρια κι ένας γέροντας λιποθυμούν. Να ’ναι απ’ τη συγκίνηση; Η απ’ την πείνα; Θυμήθηκα τους στίχους του Παλαμά: “Η μεγαλοσύνη στα έθνη / δε μετριέται με το στρέμμα / με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται / και με το αίμα”.

Δεν ξέρω αν ο κ. Αλτεμπουργκ είχε υπόψη του αυτούς τους στίχους. Εμείς πάντως το πεινασμένο και σκλάβο έθνος είχαμε κάτι άλλο να του πούμε: τον Εθνικό μας Υμνο. Τον αρχίζει πρώτος ο Γεώργιος Κατσίμπαλης και σε λίγο τον παίρνει το ξελευτερωμένο πλήθος και το σκορπάει στους ανέμους. Αντιβουίζει ο τόπος λευτεριά. Και τρέμουν οι άσπροι σταυροί… Η κηδεία γίνεται Ανάσταση και Καθαρή Δευτέρα…».

Η Κυριακή αυτή που ήταν η αιτία να συναντηθούν ο επικήδειος του Αγγελου Σικελιανού για τον θάνατο του Κωστή Παλαμά και ο Εθνικός Υμνος του Διονυσίου Σολωμού, αποτέλεσε κομβικό σημείο για τον λαό της Αθήνας στη διάρκεια της Κατοχής. Οι αθηναίοι συνειδητοποίησαν τη δύναμή τους και το επόμενο διάστημα το βουβό ποτάμι της κηδείας εξελίχθηκε σε οργισμένες κινητοποιήσεις το επόμενο διάστημα μέχρι την αποχώρηση των γερμανών από την πόλη.»


Από το βιβλίο του Χρήστου Λάζου, «Ελληνικό Φοιτητικό Κίνημα 1821-1973», περιγράφει ένας φοιτητής που κράτησε το φέρετρο του ποιητή στους ώμους του.

Είναι εκεί, μπροστά στην τελευταία κατοικία του ποιητή, μπροστά στον Παλαμά που αναχωρεί για το μέγα της ζωής του ταξίδιο:


αρχείο Σαραντάκου

που ο Σικελιανός απαγγέλλει το περίφημο ποίημα:

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

________________

  • Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το φόρουμ HOMA EDUCANDUS - εκεί και θα γραφτεί η συνέχεια για "Τα σπίτια του Παλαμά"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας