21 Φεβρουαρίου σήμερα. Επέτειος της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων. Επέτειος απελευθέρωσης της Ηπείρου από τον τούρκικο ζυγό. 1913... Μετά από 483 χρόνια!!!
Στη μέρα τη σημερινή, τη γιορτινή για κάθε Ηπειρώτη, αφιερώνουμε το βίντεο αυτό, τα Γυάλινα Γιάννενα, που μας θυμίζει ό,τι πιο χαρακτηριστικό από την πόλη αυτή, το περίφημο Γυαλί Καφενέ...
Και για την ιστορία παραθέτουμε τις ενδιαφέρουσε πληροφορίες που βρήκαμε για την απελευθέρωση της πόλης:
Ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Γιώργος Χατζής, στην εφημερίδα «Ήπειρος», στο πρώτο φύλλο της, στις 3 Μαρτίου 1913, σε ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο άρθρο του, με τον τίτλο «Εχαμογέλασες», γράφει:
«Ω πόλις, προσφιλής και πολυπικραμένη, ποιος να διηγηθεί την χαράν και τον ενθουσιασμόν σου επάνω εις τα μνήματα των νεκρών πατέρων μας, να εξυπνήσουν και αυτοί να χαρούν την αγίαν και ιεράν αυτήν χαράν;
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια. Πεντακόσια λυπημένα Χριστούγεννα και πεντακόσια θλιβερά Πάσχα, Ηπειρώτης δεν εχάρη το ψωμί που έτρωγε και φαρμάκι του εγίνετο το νερόν εις τα χείλη, εφ΄ όσον σε έννοιωθεν Σέναν, ω φιλτάτη και κλαμένη πόλις πόλις, φαρμακερά να δεήσαι εις το Εσταυρωμένον να σου λυπηθεί, τέλος πάντων, την αγωνίαν και τον θρήνον.
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια δεν έκλεισαν ειρηνικά τα μάτια του κανένας προπάππος μας και κανένας πατέρας μας δεν εχάρη πεντακόσια χρόνια τα παιδιά του...
Τώρα ελεύθερον και αγαπητόν χώμα εξύπνησε και ανάστησε τους αποθαμένους γονείς μας:
Και εις την ωραίαν και ιεράν και μεγάλη πομπήν οδήγησε ω πόλις φιλτάτη, τας ψυχάς των πατέρων μας, με δάκρυα χαράς πλέον εις τα μάτια να φιλήσουν τα χέρια του υψηλού Ελευθερωτού και να εναγκαλισθούν τον γενναίον Ελληνικόν στρατόν Σου».
«Η κυανόλευκος παίζει απαλά και υπερήφανος με τον ρασκιάν της παμβώτιδος επάνω εις το κάστρον, όπου οι Αλήδες και οι Βελήδες εσταύρωναν πεντακόσια ολόκληρα χρόνια: Και εγέλασαν, τέλος πάντων, και τα δικά σου χείλη, η πόλις αγαπητή και πολυβασανισμένη:
Στρατός Ελληνικός νικητής και ήρεμος, λέων εις την άχην και σεμνή παρθένος μετ’ αυτήν, κραδαίνων αήττητον χθές λόγχην εις το Μπιζάνι και σήμερα ευγενής και γαντοφορών πολιτισμένος στρατός περιφερόμενος ευσταλής εις του δορυαυλώτους δρόμους σας, έδιωξε και τον τελευταίον βασιβουζούκον και βάνδαλον Τούρκον Ζπτιέν, του οποίου, πέντε αιώνας τώρα, ησθάνθησαν οι πάπποι μας την αγριότητα και του οποίου επί τέσσαρα τώρα έτη από των στηλών τούτων εδιηγήθημεν εις όλον το πεπολιτισμένον κόσμος, τον βανδαλισμόν και την ωμότητα! Είσαι ελευθέρα και υπερήφανος δια την Μητέρα Σου Ελλάδα, ω κόρη βασανισθείσα και προσφιλής ο ελληνικός Στρατός είναι μέσα στα Γιάννενα τροπαιοφόρος! Τα Γιάννενα είναι ελεύθερα».
Στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων είναι αφιερωμένο και το ποίημα του Στέφανου Δάφνη, δημοσιευμένο στο ημερολόγιο του Σκόκου, το 1915. Έχει τίτλο «Στα Γιάννενα»:
Απ΄ έξω από τα Γιάννενα, σ΄ ένα ψηλό κλαδί,
Πουλί - πουλάκι εκάθισε και γλυκοκελαειδεί.
Ανοίχτε στράτα διάπλατη και στράτα μυρωμένη
κι έρχεται η Λευτεριά η κυρά με τ΄ άνθη στολισμένη.
Τ΄ ακούνε οι σκλάβοι, που βαθειά σ’ ονείρου βάθος ζούνε
Και τα κεριά ετοιμάζουνε και τους παλμούς κρατούνε,
Και το καλό φθινόπωρο με κάποια ανατριχίλα
Στρώνει τ’ ολόχρυσο χαλί με τα στερνά του φύλλα.
Χαρακτηριστικό ποίημα για τη μέρα αυτή είναι κι αυτό που έγραψε Γ. Σουρής, με τίτλο «Τα πήραμε τα Γιάννενα»:
Τα πήραμε τα Γιάννινα
Μάτια πολλά το λένε,
Μάτια πολλά το λένε,
Όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών
Κι αηδόνια του Μετσόβου,
Που τα έκαψεν η παγωνιά
Κι ανατριχίλα φόβου.
Το λένε χτύποι και βροντές,
Το λένε κι οι καμπάνες,
Το λένε και χαρούμενες
Οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε και Γιαννιώτισσες
Που ζούσαν χρόνια βόγγου,
Το λένε κι Σουλιώτισσες
Στις ράχες του Ζαλόγγου.
Από το συγκλονιστικό γεγονός δεν έμεινε ασυγκίνητος ο άλλος μεγάλος ποιητής, Ιωάννης Πολέμης. Γράφει το ποίημα «Όταν πέσανε τα Γιάννενα», εμνευσμένος από τους θρύλους και την ιστορία της Λίμνης με τις δεκαεφτά παρθένες, που έπνιξε ο διαβόητος Αλή Πασάς.
Βαθιά οι πνιγμένοι ανάσαναν κ΄ εκόχλασε το κύμα
Κ΄ εκρινοβόλησαν οι αφροί το υγρό της λίμνης μνήμα,
Κρινόσπαρτος παράδεισος την νυκτ΄ εκείνη εγίνη
Κι ανέβηκαν οι δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη.
Σύρε, Φροσύνη, το χορό: Σφιχτά χειροπιασμένες
σ’ ακολουθούν αχώρισφτες η δεκαφτά Παρθένες,
λαλούν αθώρητα βιολιά κι αναγαλλιάζ’ η λίμνη
κι ο φλοίσβος της ακρολιμνιάς είναι τραγούδια κι ύμνοι.
Είναι πικρές οι ενθύμησες και στάζουνε φαρμάκι
Μα στρέψε, ιδέες, καταδιωχτοί φεύγουν οι βουλολάκοι
Ο Αλή πασάς από κοντά με μιαν οχιά για ζώνη
Τραβά τα γέρικα μαλλιά, τα γένια ξεριζώνει.
Κι αν σε ρωτησ’ η λίμνη σου: - Γιατί, Φροσύνη, νοιώθω
Στα στήθη μου αναγάλισμα στα βάθη μου χαρά;
Πες της: η γαλανόλευκη, με τον αιώνιο πόθο
Έφερε Φώτων το Στραυρό π’ αγιάζει τα νερά.
Στο πρώτο μετά την απελευθέρωση φύλλο, της εφημερίδας «Ήπειρος», στις 3 Μαρτίου 1913, υπάρχει περιγραφή για το κλίμα της εποχής εκείνης. Μερικά αποσπάσματα μας πληροφορούν και για τις τρομερές συνθήκες που ζούσαν, οι Τουρκοκρατούμενοι τότε πρόγονοί μας:
«Έξω χωριά ολόκληρα εκαίοντο και εληστεύοντο καθημερινώς από τον Τούρκικον στρατόν. Γυναίκες εβιάζοντο και έπειτα εδέροντο μέχρι θανάτου. Ιερά σκεύη εκκλησιών ελαφυρολογούντο και επωλούντο έπειτα εις την αγορά των Ιωαννίνων, από Λιάπηδες και στρατιώτες. Διεπράτοντο τερατουργήματα δυνάμενα να κινήσωσι την φρίκην.
Μέσα η πόλις έπλεεν εις το δέος και τον τρόμον. Άγριον, βάρβαρον, άτιμον και παρά πάντα νόμον και πολιτισμόν, σκληρόν στροτοδικείον έθυε και απώλυε. Πέντε έξι χαφιέδες αστυνομικοί και μερικοί Τουρκογιαννιώται έγραφον και επέδιδον ζουρνάλια κατά του ενός και του άλλου νυχθημερόν.
Μια κρεμάλα είχε στηθεί εις το στρατοδικείον. Άλλη εις την πλατείαν. Άλλη έξω της πόλεως και ηκούοντο απαίσια κτυπήματα καρφιών τη νύχτα. Και το πρωί περίτρομοι, οι κρύβοντες τα δάκρυά των Έλληνες κάτοικοι εμάθαινον: “Σήμερα εκρέμασαν έξι Χριστιανούς! Αύριο κρεμούν άλλους”. Και το απαίσιον σχοινί εδούλευε και οι απαίσιοι δήμιοι στρατοδίκαι εμαγείρευον το μόνο φαγητόν δια την Τουρκογιαννιώτικη όρεξη: «Κρεμάλα στους Χριστιανούς».
Για το φρόνημα των Ηπειρωτών και την αγάπη τους και την πίστη στην πατρίδα, στην ίδια εφημερίδα, διαβάζουμε ανατριχιαστικές περιγραφές. Παρά τα φοβερά μαρτύρια των φυλακισμένων η καρδιά τους χτυπούσε στο ρυθμό των κανονιών, που σφυροκοπούσαν το Μπιζάνι:
«Αι συλλήψεις εγένοντο αθρόαι. Σωρηδόν πολίται και χωρικοί ερίπτοντο εις τα φυλακάς κατόπιν βασάνων και κακώσεων ανεκδιήγητων. Αι φυλακαί εγέμισαν από στένοντας ανθρώπους. Τα μπουντρούμια του Αλή Πασά δεν εχώρουν πλέον άλλους. Και τους επετούσαν σαν σκύλους εις το γκαλντερίμι του μπουντρουμιού, έξω στον διάδρομον όπου το κρύον απετελείωνεν ότι δεν ίσχυσεν ο ατελείωτος δαρμός να τελειώσει. Ένα νεκροκράβατον και ένας θλιβερός και σιωπηλός παπάς ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα της φυλακής την παλαιάν σκάλαν μ’ έναν νεκρόν. Κι όμως οι φυλακισμένοι, μ΄ όλα αυτά τα βάσανα και θεάματα, ακμαίοι το φρόνημα και γελούμενοι την ψυχήν δεν ερωτούσαν ούτε αν θα κρεμασθούν, κι αυτοί, ούτε αν θα ζήσουν, ούτε αν θα αποθάνουν. Η φροντίδα των επετούσεν πάνω εις τα χιονισμένα βουνά. Ηκρόωντο των κανονιών τον κτύπον όλην την νύκτα, με τα΄ αυτί στηριγμένον εις το χώμα του μπουντρουμιού, και το πρωί πρωί έσκαζαν να φανεί κάποιος, μ΄ ένα νόημα, με μιαν χειρονομίαν να τους φέρει μιαν είδησιν για τον Ελληνικόν στρατόν».
Η είσοδος του Ελληνικού στρατού στα Γιάννενα, για τους κατοίκους της μαρτυρικής πόλης, ήταν ένα ασύλληπτο και μοναδικό γεγονός. Η πτώση του Μπιζανίου και τα λεύτερα Γιάννενα, είναι δύο γεγονότα σημαδιακά, όχι μόνο για την Ήπειρο αλλά και όλο τον Ελληνισμό. Το πώς δέχτηκε ο πληθυσμός τα παλικάρια εκείνα, τους ελευθερωτές του, δεν μπορεί να περιγραφεί. Μόνο μια αμυδρή εικόνα μας δίνει ο χρονικογράφος της εποχής εκείνης, ο οποίος στην εφημερίδα «Ήπειρος», στις 3 Μαρτίου 1913, μας δίνει τις σχετικές πληροφορίες:
«Η παράδοσις είχε ήδη συντελεστεί και ο διοικητής του 3ου Πεζικού Συντάγματος, κύριος Ιωάννης Γιανακίτσας, με δύο τάγματα, ευρίσκετο από του μεσονυκτίου εις Άγιος Ιωάννην Μπουνίλας, εις την εσπευσμένην δε ταύτην άφιξιν χρεωστεί η πόλις, κατά μέγα μέρος, την περίσωσίν της.
Τι έγινε πλέον από της στιγμής ταύτης, ούτε καμία πένα ειμπορεί αν ζωγραφίσει, ούτε κανένας άνθρωπος να διηγηθεί, ούτε καμιά μνήμη να συγκρατήσει. Χιλιάδες ανθρώπων ερίπτοντο εις τους τράχηλους των ίππων και μη δυνάμενοι να φιλήσωσι τους γενναίους ιππείς κατησπάζοντο τα φάλαρα και τους χαλινούς, ως αγιασμένα κειμήλια. Κλαίοντες εξ ακρατήτου ενθουσιασμού οι πολίται, γνωστοί και άγνωστοι, εναγκαλίζοντο αλλήλους.
Γυναίκες εγονυπέτουν εν μέση οδώ, κλαίσουσαι και γονυπετούσαι, ενώ εκατομμύρια πυροβολισμών από κάθε γωνίαν και σπίτι και ζητωκραύγαζαν πλατύστομοι, εχαιρέτιζον την ανύψωσιν της γαλανόλευκης εις το διοικητήριον και το φρούριον. Τα Γιάννενα ήσαν Ελληνική. Ελεύθερα πλέον»! Όταν μπήκε ο Ελληνικός στρατός στα Γιάννενα σχεδόν αυτόματα, απ΄ όλα τα σπίτια και σ΄ όλους τους δρόμους, ξεπετάχτηκαν αναρίθμητες Ελληνικές σημαίες. Εδώ και σ΄ αυτή την περίπτωση, όπως σε κάθε κρίσιμη ώρα, έκανε το θαύμα της η αθάνατη καρτερική, λεοντόκαρδη και πατριδολάτρισα Ηπειρώτισσα. Και πάλι ο χρονικογράφος της εποχής εκείνης μας εξηγεί το φαινόμενο:
«Αι χιλιάδες του πλήθους κινούνται από ενθουσιασμόν, ως θάλασσα και πόντος, εξυπνήσας από φύσημα δυνατής θυέλλης. Και ενώ η ατμόσφαιρα είναι νήνεμος, ηλιόλουστος και γαληνιαία, αι χιλιάδες των Ελληνικών σημαιών κυματίζουν ελαφρά. Η πολυπαθής πόλις αναπνέει και η αναπνοή της τας λικνίζει με προσφιλές άσμα. Και αι σημαίαι απαλά χαμογελούν και παίζουν με την χαράν της φιλτάτης πόλις. Που ευρέθησαν αι τόσαι χιλιάδες των σημαιών αυτών; Ιστορία αληθινή και παθητική ποίησις!»
Το Μπιζάνι θα παραμένει πάντα ένα ιερό σύμβολο. Ένα σύμβολο παληκαριάς αυτοθυσίας και πατριωτισμού. Στο Μπιζάνι, δοκιμάστηκε, για μια ακόμη φορά, η Ελληνική στρατιωτική τέχνη και ικανότητα αλλά και η ψυχική και σωματική δύναμη του Έλληνα στρατιώτη. Η ευγνωμοσύνη των Ηπειρωτών, και όλων των Ελλήνων, θα παραμένει αιώνια. Για τα παλικάρια που πολέμησαν. Για τα αγνά παλικάρια που έπεσαν στο Μπιζάνι.
Όταν μιλάμε για το Μπιζάνι δεν μπορούμε να μη θυμόμαστε τον τρομερό πορθητή του, τον ταγματάρχη Βελισσαρίου. Ένα σεμνό παλικάρι, από την Κύμη της Εύβοιας, που πέρασε στην ιστορία σαν ένας από τους πιο τιμημένους Έλληνες αξιωματικούς. Είναι ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που, με την κεραυνοβόλα προέλασή του, έφτασε στις παρυφές της πόλης. Γι΄ αυτό κι ο λόφος εκείνος, προς τιμήν του, ονομάζεται λόφος του Βελισσαρίου.
Φέτος γιορτάζονται τα (95) χρόνια από την εποχή εκείνη. Η 21η Φεβρουαρίου 1913 παραμένει οριακή χρονολογία για την ιστορία τόσο της Ηπείρου όσο και της Ελλάδας γενικότερα. Και το Μπιζάνι και τα Γιάννενα υπενθυμίζουν στους νεώτερους το καθήκον τους. Ένα χρέος διαχρονικό για την πατρίδα και τον πολυβασανισμένο Λαό της.
- ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου