Ο παπάς βγαλμένος από τα παραμύθια. Λες και τον έφεραν γραμμή από πίνακα παλιό. Ή κι από τις μνήμες μας τις παιδικές με τον καλό "παπούλη" να μας κερνάει το χρυσό δοντάκι. Προ Βατοπεδίου και άλλων φαιδρών καταστάσεων που κατέβασαν οριστικά την εκκλησία από το βάθρο. Όποιο βάθρο της είχαν αφήσει οι φιλοσοφικές αναζητήσεις και τα πολιτικά πιστεύω.
Βάζει ευλογητός αλλά εσύ ακούς τα τσακίσματα του Ντελή - παπά:
Βάζει ευλογητός αλλά εσύ ακούς τα τσακίσματα του Ντελή - παπά:
Κούγω τον άνεμο κι αχάει,
μωρέ παπά αχ Ντελή παπά.
Τον κούγω να μαλώνει,
Ντελή παπά λεβέντη.
Τον κούγω να μαλώνει,
Ντελή παπά λεβέντη.
Με τα βουνά εμάλωνε,
μωρέ παπά αχ Ντελή παπά.
Και με τα δέντρα ηχούσε,
Ντελή παπά λεβέντη.
Και με τα δέντρα ηχούσε,
Ντελή παπά λεβέντη.
Εσείς βουνά των Γρεβενών,
μωρέ παπά αχ Ντελή παπά.
Και πεύκα του Μετσόβου,
Ντελή παπά λεβέντη.
Και πεύκα του Μετσόβου,
Ντελή παπά λεβέντη.
Εσείς καλά αχ τον ξέρετε,
μωρέ παπά αχ Ντελή παπά.
Αυτόν τον παπά Γιώργη,
Ντελή παπά λεβέντη.
Αυτόν τον παπά Γιώργη,
Ντελή παπά λεβέντη.
Που ήταν μικρός στα γράμματα,
μωρέ παπά αχ Ντελή παπά.
Μικρός στα πινακίδια,
Ντελή παπά λεβέντη.
Μικρός στα πινακίδια,
Ντελή παπά λεβέντη.
Και τώρα στα γεράματα,
μωρέ παπά αχ Ντελή παπά.
Αρματολός και κλεφτής
Ντελή παπά λεβέντη.
Αρματολός και κλεφτής
Ντελή παπά λεβέντη.
Το δικό μας παπά δεν τον ξέρουν τα βουνά των Γρεβενών. Ούτε τον βλέπουν τα πεύκα του Μετσόβου. Τον ξέρουν όμως εκείνοι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Κι ας μην ανήκουν στο χριστεπώνυμον πλήρωμα της εκκλησιάς του. Μήπως και ο Χριστός ανήκε στους χριστιανούς; Ο "οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ"; Έτσι και ο παπάς αυτός. Στα βήματα του Χριστούλη αγκαλιάζει κάθε κατατρεγμένο. Όλοι αδέρφια, φωνάζει. Όλοι παιδιά του ίδιου πατέρα. Πέρα από φυλές και ράτσες και πέρα από το τι θεό πιστεύει ο καθένας.
Μόλις που είχε μπει η Σαρακοστή όταν τον γνώρισα από κοντά. Κι αφού είχα κιόλας πλάσει το μύθο του. Με όσα διάβαζα για τα κατορθώματά του.
Λένε πως οι μύθοι διαλύονται σαν τους αντικρίσεις κατάφατσα. Με τον ντελήπαπα της Ηγουμενίτσας έγινε το αντίθετο. Με άφησε άναυδη η γνωριμία από κοντά. Έπινε το κρασάκι του και ως άλλος κυρ Αλέξανδρος έλυνε και έδενε με τη γλωσσίτσα του. Να τον ακούς και να μην τον χορταίνεις.
Για τους μετανάστες. Τους ρημαγμένους και τους κατατρεγμένους. Από γκουβέρνα και ανθρώπους. Για τα καζάνια της φασολάδας και τις λαγάνες. Να κάνουν κι αυτή καθαρή δευτέρα κι ας μην είναι χριστιανοί. Για να γίνει πράξη ο έχων δύο πιάτα φαΐ να δίνει το ένα. Πώς; Δε λέει για πιάτα; Λέει για χιτώνες; Κακώς!!! Γιατί στην εποχή μας οι άνθρωποι δε φοράνε χιτώνες. Κι ο παπάς μας ζει στο σήμερα και με το σήμερα συνομιλεί τη γλώσσα της αγάπης.
11 παιδιά! άκου 11 παιδιά! Το μεγαλύτερο κορίτσι. Και άνεργο.
Χτες τα είχε όλα εκεί. Αγγελάκια που έτρεχαν γύρω γύρω. Εγώ όμως γνώρισα το κορίτσι. Μια μελαχρινούλα αεικίνητη σαν τον πατέρα της. Νοσηλεύτρια... τι άλλο; Και με προσωπάκι σαν εκείνο που οι ζωγράφοι φαντάζονται την Παναγίτσα της Βηθλεέμ. Με τους μετανάστες κι αυτή όλη μέρα. Και να γελάει ανέμελα στην αγωνία των άλλων μην κολλήσει τίποτε... "Νοσηλεύτρια σπούδασα", τους αποστομώνει. Μπα... άνθρωπος σπούδασε με τέτοιο πατέρα και του ανθρώπου το υψηλό επάγγελμα επιτελεί. Αλλιώς δε θα ήταν νοσοκόμα στους μετανάστες αλλά στους αποστειρωμένους θαλάμους κάποιου νοσοκομείου.
Μέσα συνεχίζονται τα ευαγγέλια. Είναι και δώδεκα. Πού να τελειώσουν;
Στη μέση ο επί ξύλου κρεμάμενος. Με στέφανο εξ ακανθών. Και το βουερό μήνυμα:
Μόλις που είχε μπει η Σαρακοστή όταν τον γνώρισα από κοντά. Κι αφού είχα κιόλας πλάσει το μύθο του. Με όσα διάβαζα για τα κατορθώματά του.
Λένε πως οι μύθοι διαλύονται σαν τους αντικρίσεις κατάφατσα. Με τον ντελήπαπα της Ηγουμενίτσας έγινε το αντίθετο. Με άφησε άναυδη η γνωριμία από κοντά. Έπινε το κρασάκι του και ως άλλος κυρ Αλέξανδρος έλυνε και έδενε με τη γλωσσίτσα του. Να τον ακούς και να μην τον χορταίνεις.
Για τους μετανάστες. Τους ρημαγμένους και τους κατατρεγμένους. Από γκουβέρνα και ανθρώπους. Για τα καζάνια της φασολάδας και τις λαγάνες. Να κάνουν κι αυτή καθαρή δευτέρα κι ας μην είναι χριστιανοί. Για να γίνει πράξη ο έχων δύο πιάτα φαΐ να δίνει το ένα. Πώς; Δε λέει για πιάτα; Λέει για χιτώνες; Κακώς!!! Γιατί στην εποχή μας οι άνθρωποι δε φοράνε χιτώνες. Κι ο παπάς μας ζει στο σήμερα και με το σήμερα συνομιλεί τη γλώσσα της αγάπης.
11 παιδιά! άκου 11 παιδιά! Το μεγαλύτερο κορίτσι. Και άνεργο.
Χτες τα είχε όλα εκεί. Αγγελάκια που έτρεχαν γύρω γύρω. Εγώ όμως γνώρισα το κορίτσι. Μια μελαχρινούλα αεικίνητη σαν τον πατέρα της. Νοσηλεύτρια... τι άλλο; Και με προσωπάκι σαν εκείνο που οι ζωγράφοι φαντάζονται την Παναγίτσα της Βηθλεέμ. Με τους μετανάστες κι αυτή όλη μέρα. Και να γελάει ανέμελα στην αγωνία των άλλων μην κολλήσει τίποτε... "Νοσηλεύτρια σπούδασα", τους αποστομώνει. Μπα... άνθρωπος σπούδασε με τέτοιο πατέρα και του ανθρώπου το υψηλό επάγγελμα επιτελεί. Αλλιώς δε θα ήταν νοσοκόμα στους μετανάστες αλλά στους αποστειρωμένους θαλάμους κάποιου νοσοκομείου.
Μέσα συνεχίζονται τα ευαγγέλια. Είναι και δώδεκα. Πού να τελειώσουν;
Στη μέση ο επί ξύλου κρεμάμενος. Με στέφανο εξ ακανθών. Και το βουερό μήνυμα:
Εκ δεξιών, στο αναλόγι, ο ψάλτης. Ο μεσιανός. Και το Βυζάντιο να αναβιώνει μεγαλόπρεπο στις ψαλμωδίες του. Από τους πρώτους ανθρώπους που γνώρισα εδώ. Στο γραφείο. Και πού να φανταστώ; Το μέγεθος του άντρα απέναντί μου; Λες και συναντάς κάθε μέρα τέτοιους άντρες;
Μόλις που είχα τελέψει του Γκουρογιάννη το έπος για την Κύπρο. Την Πράσινη Γραμμή. Κι έλεγα πως μόνο στα βιβλία συναντάς τους ήρωες. Όχι στα γραφεία. Και όμως ήταν εκεί. Μπροστά μου. Ο πρωταγωνιστής. Ο αρχάγγελος! Εγώ μπροστά σε ανθρώπους που έδωσαν κομμάτι από το ίδιο το κορμί τους για την πατρίδα, κάτι παθαίνω. Ίδια που παθαίνω μπροστά στον Παρθενώνα.
Εκεί, χτες, διαβάζανε λέει τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Προτίμησα της μέλισσας την επίσκεψη. Να λάβω το νέκταρ, μεταλαβιά ζωής και ύλη ονείρων. Κι έπειτα έμεινα έξω στο τοιχάκι, κοιτώντας και μετρώντας αστέρια στο σκοτεινό στερέωμα.
Ανασαίνει σε μέρη περίεργα τούτος ο τόπος. Αρκεί να έχεις τις κεραίες σου εν εγρηγόρσει. Και τα πνεμόνια σου έτοιμα να φορτώσουν το πνεύμα του το άγιο. Αυτό που ο ποιητής έκλεισε σε ένα μόνο στίχο:
Μόλις που είχα τελέψει του Γκουρογιάννη το έπος για την Κύπρο. Την Πράσινη Γραμμή. Κι έλεγα πως μόνο στα βιβλία συναντάς τους ήρωες. Όχι στα γραφεία. Και όμως ήταν εκεί. Μπροστά μου. Ο πρωταγωνιστής. Ο αρχάγγελος! Εγώ μπροστά σε ανθρώπους που έδωσαν κομμάτι από το ίδιο το κορμί τους για την πατρίδα, κάτι παθαίνω. Ίδια που παθαίνω μπροστά στον Παρθενώνα.
Εκεί, χτες, διαβάζανε λέει τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Προτίμησα της μέλισσας την επίσκεψη. Να λάβω το νέκταρ, μεταλαβιά ζωής και ύλη ονείρων. Κι έπειτα έμεινα έξω στο τοιχάκι, κοιτώντας και μετρώντας αστέρια στο σκοτεινό στερέωμα.
Ανασαίνει σε μέρη περίεργα τούτος ο τόπος. Αρκεί να έχεις τις κεραίες σου εν εγρηγόρσει. Και τα πνεμόνια σου έτοιμα να φορτώσουν το πνεύμα του το άγιο. Αυτό που ο ποιητής έκλεισε σε ένα μόνο στίχο:
Έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη!
"Προτίμησα της μέλισσας
ΑπάντησηΔιαγραφήτην επίσκεψη "
Καλό , πολύ καλό. Παντού υπάρχει έστω και λίγο μέλι.