Προορισμός Βλαχώρι


Μας αποχαιρέτησε ο Νηρέας. Πάει, λέει, για το χωριό. Το χωριό μας. Το Πολύδροσο Θεσπρωτίας:




Που οι παλιοί το λέγανε Βλαχώρι. Κι ας μην είχε Βλάχους. Όχι πως θα είχαμε πρόβλημα αν είχε. Το λέμε, για να μην παρεξηγηθούμε. Κι ένας λόγος παραπάνω που έχουμε κάνει νύφη Βλάχα στην οικογένεια και είναι ένα κομμάτι μάλαμα. Αλλά το δικό μας χωριό, Βλάχους δεν είχε. Κι έτσι σκέφτηκαν κάποια στιγμή οι νεώτεροι και το βάφτισαν Πολύδροσο. Πικρή τιμωρία η ανακάλυψη χρόνια αργότερα πως "βλάχουρο" ονομάζεται η αυτοφυής φτέρη του τόπου...


* Ο Καλαμάς, που κάνει ό,τι μπορεί για να κρατά το χωριό Πολύδροσο

όνομα και πράγμα και να δικαιολογεί το νέο όνομα.

Για εκεί λοιπόν, για το Βλαχώρι κίνησε ο Νηρέας. Και άναψε της ζήλειας μας τους μεγάλους προβολείς. Αλλά και των αναμνήσεων το φάρο...

Η ιστορία που ακολουθεί γράφτηκε λίγους μήνες πριν όταν με αιφνιδιαστική απόφαση των ΚΤΕΛ κόπηκαν τα έξι από τα οκτώ δρομολόγια λεωφορείων που ένωναν το χωριό με την Ηγουμενίτσα και τα Γιάννενα. Και καταδικάστηκαν οι μόνιμοι κάτοικοι σε απομόνωση και ο τόπος σε μαρασμό. Ένας τόπος παραμεθόριος, μια ανάσα από την Αλβανία. Φωνάξαμε, διαμαρτυρηθήκαμε, τέλος πάντων κερδίσαμε μια μικρή παραχώρηση για ένα δρομολόγιο ακόμα. Τι τα θες; Το πρόβλημα είναι τεράστιο για όσους ζουν εκεί και δεν έχουν γιωταχί. Ούτε οι γέροντες μπορούν νύχτα αξημέρωτη να βγουν στη στάση, δυο χιλιόμετρα περίπου μακριά από το χωριό, ούτε τα παιδιά να πάνε γυμνάσιο. Τυχεροί οι ταξιτζήδες της περιοχής... αν και δύσκολα τους βρίσκεις κι αυτούς, πού να προλάβουν τόσους νοματαίους;


* Λούτσα: Η είσοδος του χωριού τέτοια εποχή. Με την ομίχλη, την αντάρα όπως τη λέμε εμείς, να κάνει απόκοσμο το τοπίο. Άντε να είναι και ξημερώματα και να βγεις εδώ για να πάρει το λεωφορείο στις επτά παρά το πρωί. Γιατί άλλο δεν έχει πια παρά το απόγευμα...


Κι έγινε αφορμή ο ξεσηκωμός του χωριού και των χωριανών να γυρίσω πίσω το ρολόι του χρόνου και να βγει η μνήμη μαζί με το παράπονο:



"Ένας από τους χειρότερους εφιάλτες μου σαν παιδί ήταν η ανηφόρα του Θύμιου. Πόσες και πόσες φορές προσπαθούσα να ακολουθήσω με τα μικρά μου ποδαράκια τον πατέρα μου για να προλάβουμε το λεωφορείο. Η καρδιά μου χτυπούσε να βγει από το στήθος μου και η ανάσα μου κοβόταν. Έπρεπε να προλάβουμε το λεωφορείο. Το μοναδικό για ώρες... Έτρεχε εκείνος μπροστά να σταματήσει το λεωφορείο κι εγώ πίσω του. Για να σμίξει η οικογένεια. Να πάμε στη μάνα και στον αδερφό, στην άλλη άκρια της Θεσπρωτίας. Στο Σμέρτο Φιλιατών. Με τρεις συγκοινωνίες. Βλαχώρι Παραπόταμος (Βάρφανη) και μετά άλλο λεωφορείο για το Φιλιάτι και μετά άλλο για τη Σαγιάδα.

Τι χρόνια, τι καιροί. Μια μέρα στο δρόμο ήθελες για να φτάσεις στον προορισμό σου. Και μπόλικη υπομονή να περιμένεις στις ενδιάμεσες στάσεις το επόμενο λεωφορείο. Μέσα στο κρύο και την παγωνιά και μερικές φορές με τα ουράνια ορθάνοιχτα. Θυμάται άραγε ο αδερφός μου εκείνη τη σκηνή απείρου κάλλους, στη στάση του Παραπόταμου; Να βρέχει καρεκλοπόδαρα. Κι εμείς οι δύο ανεβασμένοι στο παγκάκι του μικρού στέγαστρου για να μη γίνουμε λούτσα. Ταξιδεύαμε με τη μάνα μας από Σμέρτο για Βλαχώρι.** Να δει κι ο πατέρας λίγο οικογένεια. Να φάει ένα πιάτο φαΐ της προκοπής. Και να δούμε κι εμείς τον πατέρα μας. Που παιδιά ακόμη δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί θα έπρεπε για το χατίρι κάποιων άλλων παιδιών, δάσκαλος γαρ, να τον στερούμαστε και να βιώνουμε μια ιδιότυπη ορφάνια. ***

Γι αυτό και παράπονο δεν έβγαινε από τα παιδικά μας χείλη όταν κινούσαμε ταξίδι για το Βλαχώρι. Με όλες τις ταλαιπωρίες αντέχαμε. Ξέραμε πως στην άκρη της διαδρομής θα χαιρόμασταν επιτέλους την οικογένεια ενωμένη κι αυτό κανένα παιδί στον κόσμο δεν το αλλάζει με τίποτε άλλο. Μα εκείνη τη μέρα τα είχε βάλει ο Θεός με το Θεό. Αστραπές και μπουμπουνητά που μας έκαναν να σφίγγουμε ο ένας τον άλλον. Κι η μάνα να σφίγγει εμάς και να προσπαθεί να βολέψει τις τσάντες με τα ψώνια. Πού πήγαινε η χριστιανή με τέτοιον καιρό; Με δυο παιδιά; Λέμε κι εμείς σήμερα για προβλήματα...

Τώρα που τα συλλογιέμαι, θα πρέπει να φοβόταν πολύ εκείνη τη μέρα. Κι ας προσπαθούσε να δώσει κουράγιο σ' εμάς. Μα πώς να προβλέψει την καταιγίδα; Ώρες νωρίτερα είχαμε ξεκινήσει από το Σμέρτο και ο καιρός δεν είχε δείξει ακόμη τα δόντια του. Και τα δύσκολα ήταν ακόμη μπροστά μας. Καλά να φτάσουμε στο χωριό. Μα πώς θα μας κατέβαζε από του Θύμιου μέχρι το σπίτι; Φορτωμένη ως τ' αφτιά, μες στον χαμό και μες στις λάσπες και τις κοτρώνες να γλιστράνε. Αχ, αυτήν την κατηφόρα πόσες φορές την πήγαμε κουτρουβάλα κι εκείνη κι εμείς. Καταλαβαίνω γιατί τώρα δε θέλει ούτε να τα συζητά όλα αυτά. Τι να θυμηθεί και να μην πονέσει;

* Δεν είναι χιόνι, δεν είναι άσπρη θάλασσα.

Είναι η αντάρα που έχει σκεπάσει όλο το χωριό...

Οι βουνοκορφές στο βάθος είναι τα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία.


Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω όσο ζω εκείνη τη μέρα. Καταχνιά, να μη βλέπεις στο μισό μέτρο. Ούτε σε ταινία του Αγγελόπουλου****, αδερφέ, τέτοιο πούσι και τέτοια αντάρα. Ήσουν πολύ μικρός τότε. Τα θυμάσαι άραγε; Λένε πως οι πολύ τρυφερές μας μνήμες γράφουν ανεξίτηλα στις ψυχές μας και γίνονται ένα μ' αυτήν. Τόσο που δεν ξεχωρίζουμε τη μνήμη από τον εαυτό μας. Και γινόμαστε ένα με την ομίχλη και την καταιγίδα. Γινόμαστε ένα μαζί τους και μαθαίνουμε να τα αγαπάμε. Γιατί είναι δικά μας, μαζί τους μεγαλώσαμε. Ένα τοπίο στην ομίχλη η ζωή μας. Εκείνο το ταξίδι, Σμέρτο Βλαχώρι, Βλαχώρι Σμέρτο, μας σημάδεψε. Και το κάνουμε και το ξανακάνουμε, δεκαετίες τώρα. Γιατί το έχουμε εμπεδώσει, πως πρέπει πολύ να ταξιδέψεις, να πορευτείς με όλες τις αντιξοότητες, για να τύχεις και να χαρείς τη γαλήνη και τη θαλπωρή που περιμένει στο τέρμα. Για να φτάσεις στην Ιθάκη, στο λατρεμένο Βλαχώρι.

Πόσες μνήμες από τέτοιες διαδρομές; Και ίδιος πάντα ο προορισμός. Η γενέθλια γη. Με όποια αφετηρία... Με όποιο κόστος.

Ήμασταν παιδιά και γεράσαμε. Μα το ταξίδι μένει ίδιο και αναλλοίωτο. Ίδια και η συγκίνηση της άφιξης. Σαν φτάσεις στη Λούτσα και το δεις ήρεμο και γαλήνιο ν' απλώνεται στην πλαγιά, το "κρεμαστό τσαμπί" όπως το λέει η μάνα μου, όλα τα ξεχνάς. Και λες «ευχαριστώ, Θεέ μου, που μ' αξίωσες το χώμα του να πατήσω και πάλι, το αεράκι του ν' ανασάνω και τη ματιά μου να απλώσω στις βουνοκορφές του.»

* Χτισμένο μέσα στα βουνά. Που όταν η αντάρα δεν τα σκεπάζει, είναι μαγεία ατελείωτη.

Ναι, εμείς, με όλα τα προβλήματα, κι εκείνα που ο τόπος ορίζει, κι εκείνα που η ακηδία των ανθρώπων μας φορτώνει, πάντα θα παίρνουμε το δρόμο για τούτο το ταξίδι. Μα ο κόσμος άλλαξε. Οι εποχές προχώρησαν. Δε μας αξίζει άλλο πια τέτοια Οδύσσεια. Ως πότε το χωριό μας θα μένει στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού; Και μαζί όλη η περιοχή μας. Η πιο φτωχή γωνιά της Ευρώπης. Η Ήπειρος.

Ανάπτυξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη. Και εκσυγχρονισμός. Και λιτότητα και σφίξτε το ζωνάρι για να έρθουν καλύτερες μέρες. Καλύτερες για ποιους; Ποιον προσπαθούν να κοροϊδέψουν; Αφού καλά το βλέπουμε και το ζούμε: Κάθε πέρσι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα. Μα τι τους ζητάμε τέλος πάντων; Το αυτονόητο! Να μείνει ζωντανό ένα χωριό των συνόρων. Να αφήσουν τα περιθώρια στους ακρίτες μας να φυλάνε τις Θερμοπύλες της χώρας. Να μη μας γυρίσουν δεκαετίες πίσω. Άλλα παιδιά να μη γνωρίσουν τους δικούς μας εφιάλτες.

Εκτός αν έτσι πρέπει... Για να στοιχειώνουν τα όνειρα και να δυναμώνουν την οργή και την απόφασή μας. Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα. Κι εμείς, από τις μακρινές γωνιές εκείνης της άλλης Ελλάδας, δε θα κουραστούμε να το φωνάζουμε. Για να μην απογοητεύσουμε εκείνο το μικρό παιδί (και κανένα άλλο παιδί, του χτες και του σήμερα) που κρύβεται μέσα μας. Χρόνια μένει σκαρφαλωμένο στον πάγκο της στάσης του ΚΤΕΛ. Χρόνια ταξιδεύει. Προορισμός Βλαχώρι. Πρέπει να φτάσει. Και θα φτάσει."

Καλό ταξίδι Φούλη μου! Φιλιά στον πατέρα και χαιρετισμούς στους παππούδες...


Μεταφορικό μέσο μιας άλλης εποχής. Στο δρόμο για τη Ζαγορά και το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Ο Νηρέας καβάλα με τον προπάππου. Οι άλλες, ως συνήθως στην Ήπειρο οι άλλες πήγαιναν με τα πόδια... Μαμά, γιαγιά, προγιαγιά. Και φυσικά η αφεντιά μου. Με καπελάκι πάντα.


  • * Πηγή των φωτογραφιών είναι το www.polydroso.gr και φωτογράφος ο συγχωριανός μας, κ. Βασίλης Μάκος.
  • ** Ήμουν ακόμη πολύ μικρή, στην πρώτη του δημοτικού. Την επόμενη χρονιά, ετών επτά, οι γονείς μας βρήκαν ως λύση να μοιραστούν τα παιδιά... Έτσι έγινε και βρέθηκα μακριά από τη μάνα μου για τα επόμενα τρία χρόνια. Δεν ξέρω να σας πω ποιο είναι χειρότερο για ένα παιδί, να είναι μακριά από τον πατέρα ή μακριά από τη μάνα... Είναι τόσο άσχημα και τα δυο που ευχή κάνω άλλο παιδί να μην περάσει τέτοιες καταστάσεις.
  • ***Οι γονείς μας ήταν και οι δύο εκπαιδευτικοί, δάσκαλος ο πατέρας και νηπιαγωγός η μάνα. Εκείνα τα χρόνια, δεκαετία του '60, η συνυπηρέτηση ήταν δύσκολη υπόθεση για τα ζευγάρια των εκπαιδευτικών. Ένας λόγος παραπάνω που το χωριό μας δεν είχε νηπιαγωγείο. Τότε. Σήμερα δεν έχει ούτε σχολείο. Γιατί μας τελείωσαν τα παιδιά. Αν κανένα ξεφυτρώσει κατά λάθος... ναι, δε φωνάζουμε άδικα για τον μαρασμό του τόπου ... υποχρεώνεται να παίρνει ταξί και να ταξιδεύει σχεδόν είκοσι χιλιόμετρα για το μοναδικό χωριό της περιοχής που έχει σχολικό κέντρο.
  • **** Καρφάκι για το Νηρέα είναι αυτό το σχόλιο, που χρόνια αργότερα βρέθηκε να εργάζεται δίπλα στο Θόδωρο Αγγελόπουλο ως βοηθός σκηνοθέτη και πάντα είχαμε κόντρες για τις ταινίες του που εκείνος λάτρευε μα εμένα - εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων - μου έφερναν ύπνο...

2 σχόλια:

  1. Μαλιστα....Λεωφορειο ψαχνω εγω για Λυγια (αν εχεις ακουστα, οχι Βραχο μαζευει κοσμο) Οσο ηρεμα τοσο καλυτερα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εντελώς παράλογο αλλά εγώ ξέρω μια Λυγιά. Βράχο όχι. Κατά Ηλεία μεριά. Για ήρεμα χμ. Δε θα το έλεγα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας