Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη.
Δώσ της κλότσο να γυρίσει
παραμύθι ν' αρχινίσει.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό χωριό, Βλαχώρι το λέγανε. Οι σημερινοί το ξέρουνε ως Πολύδροσο Θεσπρωτίας. Εκείνα τα χρόνια που ξεκινά η ιστορία μας, ο τόπος ήταν ακόμη υπόδουλος. «Πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι» τα πλάκωνε και τα φοβέριζε όλα και όλους. Κι αν σήμερα θεωρούμε δύσκολη τη ζωή στο χωριό, καταλαβαίνουμε τι πέρναγαν οι άνθρωποι τότε. Εκείνοι οι άνθρωποι, οι τόσοι άγνωστοι σε μας, οι τόσο γνώριμοι στα κύτταρά μας. Οι μακρινοί παππούδες και γιαγιάδες, που στα ίδια χώματα περπάτησαν κάποτε, τις ίδιες κορφούλες αγνάντευαν το πουρνό και από την ίδια βουνοκορφή, της Μίχλας, τους χαιρέταγε το αστρί της μέρας το δείλι. Κακοτράχαλος ο τόπος και βάσανο μεγάλο η επιβίωση.
Κι από πάνω να στέκεται το καμτσίκι του Τούρκου. Να διαφεντεύει και να πέφτει επί δικαίων και αδίκων. Να αρπάζει το βιος και λογαριασμό να μη δίνει. Χωρίς έλεος και χωρίς ανθρωπιά. Και όχι μόνο το βιος. Ίδια άρπαζαν και σκότωναν και τους κακόμοιρους εκείνους χωρικούς, τους έρμους τους Βλαχωρίτες. Τρόμος έπεφτε στο χωριό σαν έφταναν εδώ οι φοροεισπράχτορες και οι τζεντρεμάδες* του αγά. Αλαφιασμένες οι μανάδες μάζευαν τα κούτσικα* από τους δρόμους και μαζεύονταν και οι ίδιες. Τι τα χρόνια ήταν δύσκολα κι οι Τούρκοι δε χόρταιναν μόνο με γρόσια και πεσκέσια. Ούτε τους ρόπωναν* οι πίτες και τα κοψίδια. Ήθελαν, κι έπαιρναν δίχως να ρωτήσουν, ό,τι άλλο τους έκανε κέφι.
Τα ήξερε, τα είχε δοκιμάσει στο πετσί του ο ραγιάς, τόσους αιώνες τα τερτίπια τους. Κι απέ που τράβηξε το ένα χουνέρι* μετά το άλλο, έβαλε μπρος το πανάρχαιο όπλο της φυλής, την πονηριά, που πάντα έσωζε τους Έλληνες απ' τον καιρό του Ομήρου. Έπιασε το λοιπό κι έχτισε σπίτι ξέχωρο, δίπλα στην εκκλησιά, στο κέντρο του χωριού. Τάχα για να τιμήσει τους αφεντάδες και με όλα τα πρεπά να τους τρατάρει και να τους κοιμίσει σαν έφταναν εδώ να διαγουμίσουν. Να πάρουν τον ιδρώτα και τα κόπια των χωριανών μα να γλιτώσουν οι τσούπρες*. . . Ετούτο το χτίσμα Αμελικό το λέγανε.
Κι έμεινε έτσι το Αμελικό, να ξεπεζεύουν και να βρίσκουν κονάκι οι τούρκοι και οι μπιστικοί τους ως τα 1850 περίπου. Οι εποχές είχαν πια αλλάξει. Άλλες ανάγκες των ανθρώπων ήρθαν και κόνεψαν στο Αμελικό. Από τότε και μετά, ιστορούσαν οι παλιοί, εδώ λειτούργησε το σχολειό του χωριού. Ανοιχτά και φανερά και όχι κρυφά που θέλει η φαντασία ορισμένων. Κι από ξενώνας το Αμελικό για τους δυνάστες, έγινε ναός της γνώσης για τα νέα βλαστάρια του χωριού. Εδώ έμαθαν τα πρώτα κολλυβογράμματα, λίγο γραφή κι ανάγνωση και άλλο λίγο να λογαριάζουν. Φυσικά τέτοια προνόμια είχαν μόνο τα σερνικά παιδιά. Τα άλλα, το κορίτσια, είχαν άλλο προορισμό. Μα αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Καλό ξημέρωμα και αύριο με υγεία συνεχίζουμε.
*τζεντρεμάδες = στρατοχωροφύλακες των Τούρκων
*κούτσικα = μικρά παιδιά
*ρόπωναν = χόρταιναν την πείνα τους
*χουνέρι = πάθημα
*τσούπρες = κορίτσια
*κούτσικα = μικρά παιδιά
*ρόπωναν = χόρταιναν την πείνα τους
*χουνέρι = πάθημα
*τσούπρες = κορίτσια
@@@@@@@@@@@@
Ο ΜΠΑΝΤΖΙΟΣ ΜΕΣΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΞΩ
Συνέχεια του παραμυθιού, καλησπέρα στην αφεντιά σας.
Εκείνα τα χρόνια που λέτε, οι τσούπρες δε μάθαιναν γράμματα. Η πρώτη που ξέφυγε από τούτο τον άγραφο νόμο ήταν η συχωρεμένη η βαβω - Αγαθή, η μάνα του Θωμά του Παπαδημητρίου, του δάσκαλου, που κι εκείνης ο πατέρας, ο Ιωάννης Μαρτίνης Παπαδημητρίου, ήταν δάσκαλος και μάλιστα σχολάρχης. Σπουδαγμένος στη Ζωσιμαία, μεγάλη υπόθεση εκείνη την εποχή. Μεγαλύτερη ακόμη η γρίπη που τον θέρισε στα 18... Κι ο παππούς της βαβω - Αγαθής, γραμματιζούμενος κι αυτός, παπάς στα Ζαγοροχώρια, στα Σουδενά.
Και δεν ήταν ο μόνος παπάς από το χωριό μας. Ένας άλλος παπάς, ο παπα- Μάρκος, παππούς του Μάρκου Ράπελλα, του αγαπημένου καφετζή των παιδικών μας χρόνων, είχε προσφέρει για πολλά χρόνια τις υπηρεσίες του στο Δίλοφο Ζαγορίου. Παπάς στα Ζαγόρια τότε, το 19ο αιώνα, δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αν λάβουμε υπόψη την πνευματική ανάπτυξη της περιοχής. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως εκείνοι οι Βλαχωρίτες ιερείς γνώριζαν καλά γράμματα και οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως το Αμελικό δεν ήταν το πρώτο σχολείο του χωριού μας. Θα πρέπει και παλιότερα, πριν από το 1850, να λειτουργούσε σχολείο στο χωριό.
Όμως πληροφορίες συγκεκριμένες για το παλιότερο σχολείο δεν υπάρχουν. Όλες λοιπόν οι υποθέσεις μας στηρίζονται στις πληροφορίες για μορφωμένους Βλαχωρίτες αυτής της περιόδου, ιερείς, δασκάλους και σχολάρχες ακόμη. Θέλουμε καλύτερη απόδειξη;
Για να βάλουμε όμως τα πράγματα στη σωστή τους θέση και να μην πάρουν τα μυαλά μας αέρα για το δήθεν τρισένδοξο παρελθόν της παιδείας του τόπου μας, θα πρέπει να μολογήσουμε την πικρή αλήθεια: Η φτώχεια και η ανέχεια άφηνε πολλά παιδιά αγράμματα κι ας υπήρχε σχολείο στο χωριό. Δύσκολα τα χρόνια και οι άνθρωποι έπρεπε πρώτα να σκεφτούν την επιβίωση και μετά τα γράμματα. Ακούστε μάλιστα και τούτο το παράδοξο:
Κάθε που έμπαινε η άνοιξη, ο δάσκαλος και οι μαθητές του έπαιρναν πόδι από το Αμελικό. Όχι, δεν πήγαιναν στους κάμπους να μαζέψουν παπαρούνες και πασχαλιές, αυτιά του λαγού και σταφύλια του κούκου. Ούτε για μπουσλίγκες επάνω στη Βασιλική. Αυτά ήταν της δικής μας γενιά τα τσαλίμια. Και για τους νεώτερους, που ούτε τις μπουσλίγκες κατέχουν, ούτε και το βεζίρη, θα προσθέσω πως ήταν τα γκέιμ μπόι της δικής μας εποχής. Όσο για τα παραπάνω, τα αυτιά και τα σταφύλια, του λαγού και του κούκου, λουλουδάκια είναι του τόπου μας, ταιριαστά με τα ζωάκια του, για να μαρτυράνε τη σοφή ματιά εκείνων που έτσι τα βάφτισαν και έτσι μας τα παρέδωσαν. Αυτά και πάμε παρακάτω.
Τα παιδιά, που λέτε, εκείνης της εποχής δεν είχαν καιρό για τέτοια. Και μην ξεχνάμε πως δεν είχαν και παπούτσια να ποδεθούν. Ούτε θα είχαν για πολλές δεκαετίες ακόμη. Πού πήγαινε λοιπόν όλο τούτο το ξιπόλητο τάγμα;
Απλά πολύ απλά, μετακόμιζαν στο χαγιάτι* της εκκλησιάς, στο γνωστό μας Αϊ -Δημήτρη. Μαζί και ο δάσκαλος. Γιατί στο Αμελικό έμπαινε ο μπάντζιος, πα να πει ο τυροκόμος. Σαρακοστή βλέπετε και οι άνθρωποι τηρούσαν τότε τις παραδόσεις. Αν ήθελαν, ας έκαναν κι αλλιώς. Κι αφού δεν έπιναν που δεν έπιναν γάλα, φώναζαν τον μπάντζιο για να το κάνει τυρί. Και να πάρουν κι αυτοί κανένα φράγκο. Πρώτη ανάγκη αυτή και μετά το σχολειό. Γιατί αν δε χορτάσει η κοιλιά, ανοίγει η πόρτα του μυαλού να μπούνε τα γράμματα; Για να λέμε δηλαδή και το σωστό.
Κι έτσι τα πιτσιρίκια, με τα γυμνά τους ποδαράκια και με τα τρύπια ρουχαλάκια, συνήθως αποφόρια από μεγαλύτερους, στρώνονταν στο χαγιάτι κι εκεί πολέμαγαν να νικήσουν την αμάθεια και να γίνουν άνθρωποι. Άναβαν και στη γωνιά φωτιά και κορόιδευαν την παγωνιά. Η κάπνα και οι μαυρισμένες πέτρες από τούτη τη γωνιά γλίτωσαν ως τις μέρες μας, ως τότε που αναστηλώθηκε ο Άγιος Δημήτριος και μας παραδόθηκε σαν καινούριος.
Έτσι που λέτε το είχαν εκείνα τα χρόνια. Μέσα ο μπάντζιος, έξω τα παιδιά. Μα να σας πω, δεν ξέρω αν έτσι ήταν καλύτερα ή χειρότερα. Γιατί ετούτα τα παιδιά, με τις χίλιες αντιξοότητες, μάθαιναν γράμματα και συνάμα ανθρωπιά. Δεν αμολιούνταν στους δρόμους σαν τα σημερινά να σφάξουν το ένα το άλλο. Και λέω μήπως είχε δίκιο εκείνος ο παλιός που έλεγε «Η ευτυχία κάνει τέρατα και η δυστυχία ανθρώπους.»
Μα είπαμε πολλά και σώνει. Ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι.
Καλό σας ξημέρωμα. Και έπεται συνέχεια.
* χαγιάτι = εξωτερικός διάδρομος
@@@@@@@@@@@@
Ίδιο πάντα μετά από 50 χρόνια Το ξιπόλητο τάγμα του χωριού.
Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο του Ν. Υφαντή:
"Ο απόδημος Θεσπρωτός Χρυσόστομος Λ. Λαμπρίδης και τα ευποιητικά του έργα"
Η Βάβω-γαθή δηλαδή η γιαγιά Αγαθή ήταν η γιαγιά της μαμάς μου. Όχι μόνο μάνα του Θωμά του δάσκαλου αλλά και τόσων άλλων παιδιών όπως και της Κλεοπάτρας της γιαγιάς μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Μάρκος ο Ράπελλας ο παππούς μου.
Τί άλλο να πω, χαίρομαι πολύ που κάποιος γράφει γι' αυτούς. Είμαι ένα κύτταρό τους και μια συνέχεια. Σας ευχαριστώ πολύ. Κλεοπάτρα Σβανά.
Κι εγώ χαίρομαι που το διάβασες, Κλεοπάτρα. Έχει δημοσιευτεί η ιστορία αυτή πολλά χρόνια πριν στο σάιτ του χωριού μας, περίεργο που δεν την είχες δει εκεί... (η αδερφή του Αλέξανδρου Λ. είμαι)
ΑπάντησηΔιαγραφή