Διάβαζα τις προάλλες μια θαυμαστή ιστορία για τις περίφημες Κόρες της Ακρόπολης. Την Πεπλοφόρο, την κόρη της Lyon, την κόρη του Αντήνορα, κι εκείνη την κακιωμένη, την κόρη του Ευθυδίκου…
Τούτα δω τα υπέροχα μαρμάρινα κορίτσια, άλλα της γενιάς του Μαραθώνα, άλλα λίγο μεγαλύτερα, γνώρισαν όλη τη φρίκη των Περσών πάνω στα άγουρα κορμιά τους. Σαν γύρισαν οι Αθηναίοι στην πατρίδα κι αντίκρισαν τη φοβερή καταστροφή, χέρια κομμένα, μύτες σπασμένες, ακόμη και τεμαχισμένες μερικές, ούτε που διανοήθηκαν να τις επισκευάσουν και να τις ξαναστήσουν όπως θα κάναμε σήμερα. Τις πήραν και τις έθαψαν ευλαβικά, κάπου στα ΒΔ του Ερεχθείου, για να κοιμηθούν όπως νόμιζαν, τον αιώνιο ύπνο τους*.
Αιώνες πέρασαν και μόλις στα 1886, έκπληκτη η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως του ήλιου την εκτυφλωτική τους ομορφιά. Οι αρχαιολόγοι κοίταζαν και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Πού να φανταστούν ότι έκρυβαν τέτοιο θησαυρό τα σπλάχνα του Ιερού Βράχου;
Το νέο έκανε το γύρο του κόσμου. Από την πρώτη στιγμή οι Κόρες της Ακρόπολης κατέκτησαν μία από τις σπουδαιότερες θέσεις στον παγκόσμιο κατάλογο του πολιτισμού του ανθρώπου. Σήμερα, οι κόρες αυτές, που μας διδάσκουν βήμα βήμα την ιστορία της γλυπτικής των αρχαϊκών χρόνων μέχρι το ξέσπασμα της αποκορύφωσης της κλασικής περιόδου, αποτελούν τα καυχήματα του μουσείου της Ακρόπολης. Ένα μουσείο που φευ! αποδείχθηκε πολύ μικρό για να φιλοξενήσει το μεγαλείο των μαρμάρινων κοριτσιών.
Καρυάτιδα
Μεγαλείο που πέρα από την καλλιτεχνική του αξία μεταφράζεται και σε ένα τρομακτικό αριθμό κιλών για την κάθε μία. Ακόμη και οι αέρινες Καρυάτιδες κρύβουν πίσω από τα πέπλα τους 185 ολόκληρα κιλά. Το μεγαθήριο, η «νταρντάνα» που θα έλεγε ο λαός μας, είναι η Κόρη του Αντήνορα. 280 ολάκερα κιλά. Όχι σαν τις σημερινές τις κοκαλιάρες που πεθαίνουν από νευρική ανορεξία. Εμ, τόσα ξέρουν τόσα κάνουν.
Η Κόρη του Αντήνορα
Και ίσως εδώ να είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε πως ο Αντήνορας δεν ήταν ο μπαμπάς της. Μην πάει δηλαδή το μυαλό μας σαν που λέμε σήμερα η κόρη του τάδε… Και με ρωτάτε «τι δουλειά έκανε ο μπαμπάς της» και ήταν έτσι στρουμπουλή κι αφράτη. Στις Κόρες της Ακρόπολης το «του» ανήκει στο δημιουργό, στο μάστορα, στον καλλιτέχνη που τις λάξευσε με τη σμίλη του, τυπώνοντας στους αιώνες την αξεπέραστη τέχνη εκείνης της εποχής.
Έτσι ακριβώς και με την Κόρη του Αντήνορα. Που τώρα ετοιμάζει τα μπογαλάκια της. Μετά από 2500 χρόνια. Και δε σας κάνω πλάκα. Κάνουν πλάκα με τέτοια πράγματα; Μιλώ σοβαρά και πολύ προβληματισμένα. Και του Αντήνορα, και της Lyon, και η άλλη με τα πέπλα, ακόμη και η κακιωμένη, του Ευθυδίκου κι ακόμη ό,τι άλλο βρίσκεται από γλυπτό πάνω στο βράχο που χτυπάει η καρδιά της Ελλάδας τόσους αιώνες, θα μετακομίσει. Θα φύγει. Θα κατέβει. Θα μείνει ο βράχος μοναχός να μην ξέρει πια τι να πρωτοκλάψει. Εκείνα που του έκλεψε ο Έλγιν ή τούτα που μόνοι μας οι Έλληνες αποφασίσαμε να ξεκουβαλήσουμε στο νέο Μουσείο;
Ίσως έτσι να είναι το σωστό. Πειράζει που εμένα με έχει πιάσει το παράπονο και θέλω να κλάψω;
Τα πότε και τα πώς, διαβάστε τα στις εφημερίδες. Που κάθονται κι ασχολούνται με τα κιβώτια που θα αμπαλάρουν τις Κόρες… Ξύλινο, λέει από μέσα και μεταλλικό απ’ έξω. Δε λεν καλύτερα φέρετρα; Εμένα έτσι μου μοιάζουν. Γιατί οι Κόρες τούτες έχουνε πνοή μονάχα εκεί πάνω. Σαν κατεβούν τι θα ‘ναι πια; Και τι θα λένε στον περαστικό; Ίδιο τραγούδι με την αδερφή τους την Καρυάτιδα και με τη Νίκη και με την Αφροδίτη… Τραγούδι πικρό της ξενιτιάς και παραπονεμένο.
Αφροδίτη της Μήλου
Και δεν έχουν και μανούλα οι καψερές. Να, είδες το λάθος; Του Αντήνορα σου λέει και του Ευθυδίκου. Μα χάθηκε παρακαλώ να τους δώσουν και μια μάνα; Γιατί η μάνα σκίζεται και γίνεται κομμάτια και μετακινεί βουνά για να μην πάρουν το παιδί της. Αχ, και να το ήξεραν εκείνοι οι παλιοί. Να ξέραν τι ζουρλούς απογόνους θα βγάλουν. Θα τη βαφτίζαν τουλάχιστον αυτή, την πιο μεγάλη, Κόρη της Αντηνορούς ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Και αυτό το μαύρο Σεπτέμβρη, τον άμυαλο, αντί για τα προεκλογικά μεγάφωνα (τρομάρα μας) θα σείονταν οι ουρανοί από το μοιρολόι:
Ωχ! Ν’ αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπιούμαι
Ωχ! Θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω
Ωχ! Σήκω μάνα μ’ και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι
Ωχ! Με πόνους βάζει το νερό, με δάκρυα το ζυμώνει
Ωχ! Και με πολύ παράπονο βάζει φωτιά στο φούρνο
Ωχ! Άργησε φούρε να καείς κι εσύ ψωμί να γένεις
Ωχ! Για να περάσ’ ο «γερανός κι η Κόρη μ’» ν απομείνει.
ΑΡΧΗ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ
Ναι, για. Εκείνος ο λεβέντης τέτοιος σοφός άνθρωπος πρέπει να ήταν. Κι αν ήτανε να γίνει ένα θάμα θα έρχονταν ‘πο κάτω από την Ακρόπολη μαζί με τον μπαρμπα – Γιάννη το Μακρυγιάννη και θα αρχίναγαν το τραγούδι, ο Ηπειρώτης τα φωνητικά και ο Μωραΐτης τον ταμπουρά του. Και δε θα άφηναν τέτοιο ξερίζωμα να γίνει.
Μα πού καιρός για θάματα και πού καιρός για γνώση. Γιατί αν είχαμε τουλάχιστον την τελευταία, αλλιώς θα μετράγαμε και τα Μουσεία μας και τα τραγούδια. Ναι, άλλο θέλω να πω και άλλο λέω. Μα οι γνωρίζοντες θαρρώ καταλαβαίνουν και αυτό φτάνει. Κατέβασμα και το ένα, κατέβασμα και το άλλο. Επιτρέπεται μωρέ την τέχνη να κατεβάζεις από τα βάθρα της; Είτε Κόρη είναι αυτή είτε τραγούδι… Και μάλιστα τραγούδι του λαού σου και όχι από κείνα τα θλιβερά αντίγραφα των αγγλογάλλων.
Τέλος πάντων. Η τελευταία παράγραφος είναι για εσωτερική κατανάλωση στο "Homa Educandus". Οι επισκέπτες μας ας μη τη λάβουν στα υπόψη τους. Μα αν δε τα έλεγα, θα έσκαζα.
Αυτά λοιπόν με τις Κόρες. Και όσοι «πιστοί» σπεύσατε ό,τι προλάβετε να δείτε ακόμη εκεί πάνω. Μην ακούτε που τις λεν μαρμάρινες. Η καρδούλα τους είναι χρυσάφι ατόφιο και πάει να λιώσει όχι από τον καύσωνα των ημερών αλλά από τις αποφάσεις του κακού καιρού μας και του ανάποδου. Να πάτε, λέω. Να τους πείτε τουλάχιστον ένα λόγο παρηγοριάς. Σαν που πάμε δίπλα σε εκείνον που ξεψυχά για να μη νιώθει μόνος στο μεγάλο ταξίδι. Τουλάχιστον να νιώσουνε πως η πόλη αυτή δεν έπαψε να τις θωρεί με το αρχαίο βλέμμα, ζωντανές και όχι από πέτρα. Σαν τότε που ευλαβικά τις θάψανε στο ΄χώμα σαν να ήταν σκοτωμένα κορίτσια και όχι αγάλματα. Και λέω ίσως να ήτανε καλύτερα ποτέ να μην τις είχαμε βρει. Τον αιώνιο ύπνο τους έτσι να συνεχίζουν στους αιώνες. Συντρόφισσες πιστές του ναού της Παλλάδας.
Η πεπλοφόρος
Και πέστε μου παρακαλώ, τι Παρθενώνας θα είναι αυτός πια; Δίχως τις Κόρες, δίχως τις Παρθένες του; Σαν ελαιώνας χωρίς ελιές και στρατώνας που του φύγαν οι φαντάροι…
Κείμενο: Μυρτάλη
Σχετικά άρθρα:
- Ελευθεροτυπία
- Βήμα
- Ελευθεροτυπία
- Βίντεο για τον Παρθενώνα
- Βίντεο για το Νέο Μουσείο
- Βίντεο για Ακρόπολη
- * Για τις αντιλήψεις των αρχαίων σχετικά με τις Κόρες της Ακρόπολης, λήφθηκαν υπόψη τα αναφερόμενα στο βιβλίο του Γ. Δοντά "Η Ακρόπολις και το Μουσείο της" σελ. 72. Αναφέρει μάλιστα εκεί και το εξής:
"Για κείνους τα αγάλματα ήσαν όχι μουσειακά είδη αλλά κάπως σα λείψανα προσφιλών τους προσώπων, από μάρμαρο είτε από χαλκό ήταν το ίδιο σχεδόν ζωντανά όπως ο άνθρωπος (μας το φανερώνουν οι επιγραφές που είναι διατυπωμένες στο πρώτο πρόσωπο, σα να μιλούν δηλαδή τα ίδια τα αγάλματα.)"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου