ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ...
Ας κλοτσήσω κι απόψε την ανέμη κι αν βρει τα κέφια της θα συνεχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι των παραμυθιών. Κι απόψε η κλοτσιά θα είναι δυνατή γιατί σε κόμπο πέσαμε και τα λόγια δυσκολεύονται.
Καλησπέρα το λοιπόν στις αφεντιές σας και κάντε ψίχα* ήσυχα να βγούνε οι ξωτικές κι οι νεραϊδοπαρμένοι. Ήσυχα λέω, μη σας πάρουν τη φωνή κατά που συνηθάνε.
Νύχτα αφέγγαρη απόψε. Εκεί στο κέντρο του χωριού. Ψυχή πουθενά, φως πουθενά. Μόνο τα νυχτοπούλια που κρώζουν. Ήρεμος ο Αϊ Δημήτρης αναπαύει το γαλήνιο ίσκιο του. Δίπλα το Αμελικό. Με τα δυο του πατώματα. Και κει, στο απάνω, μια τσούπρα. Μόνη της. Ξένη σ' αυτό τον τόπο, ξένη και με τους ανθρώπους.
Πότε ήρθε εδώ; Πότε έφυγε; Κανείς δεν ξέρει στα σίγουρα. Λένε πως την έλεγαν Μαγδαληνή. Μπορεί κι αλλιώς. Κανείς δε θέλει να θυμάται. Θλιβερή ιστορία, απ' αυτές που καλύτερα να τις ξεχνούν. Σήμερα όμως θα κάνουμε μια εξαίρεση. Έτσι πρέπει και να με συμπαθάτε αν σας στεναχωρέψω.
Δασκάλα ήρθε στον τόπο μας η Μαγδαληνή, ας την πούμε κι εμείς έτσι για ευκολία. Από πού; Μερικοί τη θέλουν Κερκυραία. Μια Ναυσικά που ξέπεσε στα βουνά μας. Αμάθητοι οι ντόπιοι σε τέτοιες γραμματιζούμενες κυράδες, την είδαν απ την αρχή με μισό μάτι. Δάσκαλο γύρευαν για τα παιδιά τους και όχι μια ομορφονιά με ξενικά ρουτιά* και σουσούμια αλλόκοτα.
Σαν ξεπέζεψε στον πλάτανο του Μεσοχωριού, ανόρεχτα της έδειξαν το κονάκι του δάσκαλου. Ντράπηκαν να της πούνε να φύγει, το φώναζαν όμως τα μάτια τους. Ντράπηκε κι εκείνη να ρωτήσει το γιατί. Μικρό κορίτσι ήτανε μαθές κι ας την έβλεπαν οι άλλοι για Μπουμπουλίνα έτοιμη να τους βάλει μπουρλότα.
Κλείστηκε εκείνη στο κονάκι, στο Αμελικό δηλαδή, σχολείο και σπίτι για το δάσκαλο ένα πράμα ήταν εκείνα τα χρόνια, και άρχισε το σούσουρο να απλώνεται. "Δάσκαλος γυναίκα, πού ματακούστηκε!" Πάτησαν πόδι τα παιδιά, τέτοιες ευκαιρίες δε χάνονται:
«Δεν πααίνουμε* στο σκολειό!»
Πάτησαν πόδι και οι μανάδες:
«Να πα να τσι* πείτε να τσακιστεί να φύγει, θα μας χαλάσει τα σπίτια μας αυτή με τα φερσίδια* της!»
Έπεσαν οι άντρες σε μεγάλη συλλοή*. Έστριβαν τη μουστάκα τσε δω, την έστριβαν τσε κει*, βαρύ τους έρχουνταν να πάνε να πούνε της κυρα - δασκάλισσας να τα μαζέψει και να φύγει.
Κι εκείνο το κοράσιο, μόνο κι έρμο το καψερό, να παλεύει να βρει άκρη να βολευτεί στο καινούριο σπιτικό. Σπιτικό τρόπος του λέγειν, ένα αχούρι σκοτεινό και η μπόχα της τυρίλας να την πνίγει. Πνιχτή και απόκοσμη και η σιωπή, μόνο την καρδιά της άκουγε να σφυροκοπά. Κι απέ*, σαν πέρασαν οι πρώτες ώρες, πήρε το θάρρος, αναγκάστηκε πες, να ξεμυτίσει από το κονάκι της. Κείνα τα χρόνια τα σπιτικά δεν είχαν τις ευκολίες τις σημερινές. Άγνωστες πολυτέλειες που ήθελαν δεκαετίες να φτάσουν ως εδώ. Μπάνιο και τουαλέτες; Εδώ νερό δεν είχανε και το κουβάλαγαν ζαλωμένο με τις βιτσέλες*.
Βγήκε λοιπόν η Μαγδαληνή, και χτύπησε την πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά της. Η ανάγκη βλέπεις είναι πιο πάνω κι από τη ντροπή. Με χαμηλά τα μάτια και ψελλίζοντας έκανε τη δύσκολη ερώτηση. Και σαν κατάλαβε η νοικοκυρά, με τα χίλια ζόρια, τι ζήταγε η δασκάλα, φώναξε τη θυγατέρα της τη μεγάλη να πάει να της δείξει. Το αναγκαίο*, κατά πως το λέγανε ευγενικά. Και πήραν δρόμο και δρόμο άφησαν, γιατί αυτό το αναγκαίο ήταν κατά λάκκο μεριά, χαμηλά, μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων. Και μακριά από τον κόσμο και η καθαριότητα του χώρου.
Είδε η Κερκυραία τα κατάντια μας και έφριξε. Μα τι να πει; Και σε ποιον; Αλλιώς ήταν αυτή μαθημένη στον τόπο της, άλλα συνήθεια και άλλος πολιτισμός. Μα εδώ, σε τούτα τα βουνά που μόλις τα είχε αφήσει του Τούρκου το ποδάρι, αυτά ήταν, το είπαμε, πολυτέλειες άγνωστες.
Λέτε κι εσείς με νου σας τι κάθομαι τώρα και σας μολογώ*. Έλα μου ντε που τούτα όλα έπαιξαν ρόλο σημαντικό; Κι αν ενοχλούν τ’ αυτιά μας και τα μάτια μας τέτοιες παράταιρες κουβέντες, ακόμη πιο πολύ θα μας ενοχλήσει να μάθουμε τη συνέχεια ετούτης της λησμονημένης ιστορίας.
Που λέτε έτσι είχαν τα πράγματα. Οι χωριανοί δε θέλαν τη δασκάλα ούτε ζουγραφιστή, κι εκείνη απ' τη μεριά της άλλο δε λαχτάραγε παρά να φύγει από τούτο τον καταραμένο τόπο και το μαρτύριο που τράβαγε. Μα εύκολο δεν ήταν να γλιτώσει. Και ποιος ξέρει και ποια ανάγκη την είχε φέρει ως εδώ. Κανείς δε ρώτησε και κανείς δεν έμαθε ποτέ.
Πόσος καιρός πέρασε, αδύνατον να μάθουμε. Και λίγος ή πολύς δεν έχει σημασία. Το σημαντικό και το βέβαιο είναι το αποτέλεσμα στην ψυχή του κοριτσιού. Μέρα τη μέρα μαζεύονταν η πίκρα και βούλιαζε σε χάος απύθμενο. Μα τούτο το δράμα κανείς δεν το πρόσεξε. Κι έτσι κανενός η καρδιά δεν μαλάκωσε. Αντίθετα, μέρα τη μέρα, έψαχναν τρόπο να διώξουν τη δασκάλα. Να γλιτώσουν από τούτο το βραχνά. Και κάποια στιγμή βρήκαν, έτσι νόμισαν, την κατάλληλη ευκαιρία.
Η δασκαλίτσα, που ούτε το όνομά της δε θέλησαν να κρατήσουν οι παλιοί, και που ούτε τη μέρα καλά καλά δεν μπορούσε να φτάνει εκεί κάτω στο χασίλι* γι αυτό που σήμερα το θεωρούμε αυτονόητο να υπάρχει στο κάθε σπίτι, τις νύχτες αναγκαζόταν να καταφεύγει στη λύση που ήξερε από τον τόπο της, το δοχείο νυχτός για να το πούμε ευγενικά. Το πώς μαθεύτηκε ετούτο το μυστικό στο χωριό, άγνωστο. Το θέμα είναι πως αυτό ακριβώς τους έδωσε την αφορμή που γύρευαν. Μαζεύουν το λοιπόν οι άντρες τις γυναίκες και μια και δυο τις στείλανε στο Αμελικό να πετάξουν έξω τη "βρομιάρα". Ποια λόγια αλλάχτηκαν εκεί; Τι προσβολές άδικες εισέπραξε το ξένο κορίτσι;
Ξεχείλισε η ψυχούλα της και όλα όσα είχε μαζεμένα ορμήσαν βίαια και σαλέψαν το μυαλό της. Θέλει και πολύ νομίζετε ο άνθρωπος να παραλοϊστεί; Τι απέγινε, κανείς δεν ξέρει. Το χωριό έθαψε στη σιωπή ετούτη τη θλιβερή ιστορία της πρώτης και τελευταίας δασκάλας του χωριού μας. Δεν ήθελαν να θυμούνται και να ντρέπονται για το κακό που της έκαναν. Ακόμη και το όνομά της θάφτηκε επιμελώς στη λήθη. «Αλησμονώ και χαίρομαι» που λέει και το τραγούδι. Τη λέγανε Μαγδαληνή; Ήτανε Κερκυραία;
Χρόνια μετά έψαξε να τη βρει ένας δάσκαλος του χωριού μας. Δεν τα κατάφερε. Ίσως το όνομα δεν ήτανε σωστό, ίσως ο τόπος της να ήταν άλλος. Ποιος ξέρει; Κι ένα βράδυ κάθισε και μου τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι, για τη Μαγδαληνή, ή όπως αλλιώς τη λέγαν. Να βγάλει το κρίμα από μέσα του. Και όπως μου τα μολόγησε έτσι κατά λέξη σας τα λέω κι εγώ. Να μη με βαραίνουν άλλο. Κι ας είναι τούτο το παραμύθι ένα μνημόσυνο για εκείνη την άτυχη κοπέλα που τόσο αδικήσαμε. Κι αδικήσαμε μαζί και όλα τα κορίτσια του χωριού μας που για χρόνια μετά ούτε που σκέφτονταν να πάνε να σπουδάσουν. Ποια τόλμαγε να περάσει τα ίδια;
Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που στις επόμενες γενιές δε συναντάμε Βλαχωρίτισσες μορφωμένες. Πέρασε πολύς καιρός κι οι πρώτες που το τόλμησαν χρειάστηκαν μεγάλο αγώνα να πείσουν τους δικούς τους πως κάνουν και τα κορίτσια για γράμματα. Κι ας είναι καλά κάποιοι φωτισμένοι δάσκαλοι που έπεσαν στο λαιμό των γονιών τους για να τους δώκουνε την άδεια. Στο μεταξύ πολλές τις έφαγαν τα γίδια, κι άλλες τα ξένα, κι άλλες κατέληξαν ψυχοκόρες σε πλουσιόσπιτα στην πόλη.
Κι όμως, είχε σπουδαίες γυναίκες το χωριό μας. Και άξιες. Άδικο για όλο τον τόπο που έτσι παραμελήθηκε η μόρφωσή τους. Άδικο και για τα παιδιά που μεγαλώσανε.
Και λέω κρίμα, που σε κείνο το γράμμα του πάτερ Κοσμά, που τόσο βοήθησε στην ανάπτυξη του σχολειού μας, δε βρέθηκαν και τα λόγια του για τις γυναίκες:
«Ίδια την έκαμεν ο Θεός την γυναίκαν με τον άνδραν, όχι κατωτέραν ».
Κι έμεινε έτσι η Βλαχωρίτισσα δεκαετίες σε θέση δεύτερη και κατώτερη. Το ίδιο και όσες ήρθαν εδώ νύφες από άλλα χωριά, που «αφέντη» έπρεπε ν αποκαλούν και το πιο μικρό σερνικό στο αντροσόι* τους. Κι ας ήταν και μωρό στις φασκιές, «αφέντη» πάλι του κραίνανε*.
Κι όμως, λίγο πιο πάνω από δω, χρόνια πριν, διακόσια και βάλε, έλαμψαν οι αντρογυναίκες του Σουλίου. Οι καπετάνισσες που έπιαναν καριοφίλι και πολέμαγαν καλύτερα κι από άντρες. Η Μόσχω η Τζαβέλαινα, η Χάιδω, η Λένη του Μπότσαρη. Και χρόνια πάλι μετά, στον πόλεμο του ‘40, οι Ηπειρώτισσες άφησαν άφωνο τον κόσμο όλο εκεί πάνω στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου. Αλλά και πίσω, στα πολύ παλιά, από δω ξεκίνησε η Μολοσσή πριγκίπισσα Μυρτάλη, η μετέπειτα θρυλική Ολυμπιάδα, που γέννησε και γαλούχησε έναν Αλέξανδρο και τον έστειλε να κατακτήσει τον κόσμο. Ναι, τέτοιες γυναίκες βγάζουνε αυτά τα χώματα. Ίδιες με τη γη μας. Περήφανες σαν τα βουνά μας και δυνατές σαν τα ποτάμια μας.
Γι αυτό, σε τούτη τη γη, πρέπει να το αναφέρουμε, ίσα την είχανε παλιά τη γυναίκα σε αξία και μαζί τη λάτρευαν σύνναη* θεά με το μεγάλο Δία. Διώνη το όνομά της, η ηπειρώτικη σύλληψη του «θηλυκού» Διός, κατά πως λένε οι παλιές γραφές. Και χώρος της λατρευτικός ο αρχαιότερος της Ηπείρου, η Δωδώνη. Κόρη του Ουρανού και μάνα της Αφροδίτης. Γιατί έτσι έβλεπαν εκείνοι οι πρώτοι Ηπειρώτες τη γυναίκα. Με σοφία ουράνια και δημιουργό και γεννήτορα του ωραίου.
Πώς από τούτες τις θεές και τις αντρογυναίκες, καταντήσαμε ακόμη και το όνομα των γυναικών να στερήσουμε και Γιώργαινες, Κώσταινες και Ποστόλαινες* να τις βαφτίσουμε, είναι μεγάλη απορία. Κι άλλο τόσο περίεργο πόσα κατάφεραν τα τελευταία χρόνια τα κορίτσια του χωριού μας. Τόσα πολλά, που αστεία να φαντάζουνε στα μάτια μας όσα παλιά περνάγανε οι γυναίκες. Και να ρωτάμε δύσπιστα αν ήτανε αλήθεια.
Ναι, ποιος σήμερα μπορεί να το πιστέψει πως κάποτε διώξαμε από δω κακήν κακώς μία δασκάλα, απλά και μόνο γιατί ήτανε γυναίκα; Και ποιος θέλει να θυμάται πως το τρελάναμε εκείνο το κακόμοιρο κορίτσι; Κανείς, μα της χρωστάγαμε ετούτο το παραμύθι, μνημόσυνο πες και συγνώμη και εξομολόγηση όπως ταιριάζει στα αμαρτήματα.
Και τώρα που τα είπαμε κι αλάφρωσε η καρδιά μας, δε θα ντρεπόμαστε να λέμε πως μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια δασκάλα. Εδώ, στο Βλαχώρι, στο Αμελικό. Και θα τη λέμε Μαγδαληνή κι ας μη τη λέγαν έτσι, για να τιμάμε μέρες που είναι, το Γολγοθά που την ανεβάσαμε. Και το μεγαλοπαράσκευο, μαζί με τα πεθαμένα μας, ας της ανάβουμε ένα κεράκι. Να χαίρεται η ψυχούλα της και να μας συχωράει.
Μ αυτά και μ αυτά όμως πέρασε κι απόψε η ώρα. Και ένα ακόμη παραμύθι τέλειωσε. Κρίμα που δεν ταιριάζει να το κλείσω με το ζήσανε αυτοί καλά. Αρκεί όμως και φτάνει που σήμερα ζούμε καλύτερα.
Καλό ξημέρωμα και με υγεία να ξανανταμώσουμε. Να συνεχίσουμε να λέμε παραμύθια. Που παραμύθια δεν είναι . . .
_________________________________
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Οι ερμηνείες των λέξεων του τοπικού λεξιλογίου βασίστηκαν σε ανέκδοτη εργασία του Θεόφιλου Λαμπρίδη τον οποίο και ευχαριστούμε που μας την παραχώρησε.
*ψίχα = λίγο
*ρουτιά = ρούχα
*πααίνουμε = πηγαίνουμε
*τσι (πείτε) = της (πείτε)
*φερσίδια = τρόποι φερσίματος, συμπεριφοράς, τα φερσίματα
*συλλοή = συλλογή, σκέψη
*τσε δω, τσε κει = από δω, από κει
*απέ = έπειτα
*βιτσέλες = δοχεία για μεταφορά νερού
*αναγκαίο = τουαλέτα,
*μολογώ = ομολογώ, λέω
*χασίλι = χωράφι
*αντροσόι = η οικογένεια του συζύγου, του άντρα
*κραίνανε = λέγανε
*σύνναη = συν και ναός, λατρευότανε στον ίδιο ναό
*Γιώργαινες, Κώσταινες και Ποστόλαινες = Η γυναίκα του Γιώργου, του Κώστα, του (Α)Ποστόλη. Σύμφωνα με τα ηπειρώτικα έθιμα τις παντρεμένες γυναίκες τις φώναζαν με το όνομα του άντρα τους και όχι με τα δικά τους βαφτιστικά.
_________________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η ιστορία της Μαγδαληνής είναι πέρα για πέρα αληθινή. Χρονικά τοποθετείτε λίγο μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, δηλαδή γύρω στα 1913 με 14. Κι ακόμη πιο τραγική από όσο το «παραμύθι» άφησε να φανεί. Όταν πρόσφατα ετούτη η διήγηση ήρθε στο φως, βρέθηκαν αρκετοί ντόπιοι να προσθέσουν ό,τι ο καθένας είχε ακούσει από τη γιαγιά του, και να συμπληρώσουν όλες τις λεπτομέρειες που ο χρόνος είχε ξεθωριάσει. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις μαρτυρίες, τις νύχτες οι γυναίκες του χωριού κατσουλώνονταν ( κατσούλι θα πει κάπα με καπέλο) και πήγαιναν έξω από το Αμελικό βγάζοντας αλλόκοτες κραυγές και παριστάνοντας τους σεϊταναραίους (δηλαδή τους βρικόλακες). Όσο για το παραμύθι βασίστηκε στη διήγηση του δάσκαλου Θεόφιλου Λαμπρίδη που ήταν ο ίδιος που έψαξε να βρει τα ίχνη της Μαγδαληνής. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε.
Στη φωτογραφίες ο δάσκαλος Θεόφιλος Λαμπρίδης
με τους μαθητές του. Εποχή 1968 - 1969
Κατάθεση στεφάνου στην πλατεία του χωριού, στο Μεσοχώρι.
Πίσω αριστερά διακρίνεται ο χώρος που κάποτε ήταν χτισμένο το Αμελικό.
Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Ν. Υφαντή:
«Ο απόδημος Θεσπρωτός Χρυσόστομος Λ. Λαμπρίδης
και τα ευποιητικά του έργα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου