Το γιαπί που τραγουδάει

Ξαφνικά μια μέρα της τελευταίας άνοιξης όρμησε στη γειτονιά το σιδερένιο θηρίο. Ένα ακόμη από τα μικρά διώροφα σπιτάκια έγινε σωρός από ερείπια. Μια ακόμη πληγή άνοιξε στην καρδιά μας. Η γειτονιά μας αργά και σταθερά τα τελευταία χρόνια χάνει το παραδοσιακό της χρώμα και μετατρέπεται σε τσιμεντούπολη. Άχρωμη και αδιάφορη και ίδια με κάθε άλλη...


Ούτε που καταλάβαμε πότε έσκαψαν θεμέλια και για πότε ανέβηκε ως εκεί πάνω η νέα πολυκατοικία. Και πέρα από τον ορίζοντα που κάθε μέρα μίκραινε, είχαμε και τα ντάκα ντούκα να μας ξεκουφαίνουν. Μαύρο καλοκαίρι φέτος. Ειδικά τη μέρα που ρίχνουν πλάκα. Τι να κάνεις όμως; Αυτή είναι η ζωή της μεγαλούπολης. Πρέπει συνέχεια να ανοίγει κουτάκια για να χώσει και τους καινούριους που καταφτάνουν από επαρχίες και ξένες χώρες.

Τυχεροί όσοι έχουν εναλλακτική διέξοδο να τα μαζέψουν και να φύγουν για μέρη πιο ανθρώπινα. Εμείς δεν έχουμε... Κατά πως φαίνεται σ' αυτό το τσιμεντένιο κλουβί που ζήσαμε τόσα χρόνια θα ζήσουμε και τα επόμενα. Είναι τόση η πίκρα που τα τελευταία χρόνια δε θέλω ούτε διακοπές να πηγαίνω. Να πάω για δέκα μέρες και μετά; Ποιος αντέχει μετά να ξανασυνηθίσει στο κλουβί;

Βλέπεις τύχαμε και στις εποχές που ακόμη και αν δουλεύεις σαν το σκυλί, αδύνατον να καταφέρεις να μαζέψεις το ποσό που χρειάζεται έστω και για ένα σπιτάκι τόσο δα... Γιατί δεν είναι μόνο το σπιτάκι, είναι και το οικοπεδάκι... Τυχεροί όσοι τουλάχιστον βρήκαν ένα κομμάτι γης από τους γονείς τους και βρήκαν και το χρήμα το απαραίτητο για να το χτίσουν. Εμείς δεν ανήκουμε σε αυτούς. Κι ας μην είμαστε αχάριστοι, τουλάχιστον μας χαρίσανε το τσιμεντένιο κλουβί μας. Δεν είναι και λίγο...

Άλλοι δεν έχουν ούτε αυτό και άλλοι ακόμη κοιμούνται σε παγκάκια. Να λέμε λοιπόν τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Μα κι ακριβώς γι' αυτό θα πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν είναι ζωή αυτή που ζούμε... Στους τέσσερις τοίχους που γίνονται διάφανοι και διάτρητοι στη βουή της πόλης και τις αχαμνές συνήθειες του σήμερα. Κι ένας λόγος παραπάνω σε γειτονιές σαν τη δική μου. Τη διαλέξαμε κάποτε για τα μικρά της σπιτάκια με τις πρασιές μπροστά, τον ανοικτό ορίζοντα, την ηρεμία... Χωρίς να σκεφτούμε πως την ίδια ακριβώς σκέψη θα έκαναν και χιλιάδες ακόμη άνθρωποι.

Πάνε χρόνια τώρα που η πόλη γύρω μας συνεχώς ανοικοδομείται. Τα μηχανήματα μέτρησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης έχουν μπουκώσει πια από τα εκατομμύρια μόρια σκόνης. Τα παιδιά μας έχουν όλα αλλεργικό άσθμα... Και μαζί με τα κατασκονισμένα πνευμόνια μας έχουμε διαλύσει και το νευρικό μας σύστημα από το συνεχή θόρυβο. Ντάκα ντούκα και ξανά ντάκα ντούκα. Δε σταματάει ποτέ αυτό το πράγμα. Ένα φρενοκομείο που θέλουμε να το λέμε "ξεφύγαμε από το χωριό"!!! Τι λέτε ωρέ; Ξεφύγαμε από το πράσινο και τον καθαρό αέρα και ήρθαμε και χωθήκαμε σε τούτο το κολαστήριο; Μπράβο μας!!!

Κι άσε το άλλο δράμα που λέγεται αυτοκίνητο. Έρχονται άνθρωποι; Έρχονται και τα αυτοκίνητά τους. Μάχη καθημερινά να βρεις να παρκάρεις. Στο τέλος το παίρνεις απόφαση. Παρατάς το αυτοκίνητο στη γωνίτσα που εξασφάλισες με κόπο και παίρνεις λεωφορείο (αν βρεις... άλλος πόνος αυτός) ή ταξί ή τα ποδαράκια σου στην πλάτη (όσο τουλάχιστον αντέχουν.)

Πάει καιρός τώρα που ονειρεύομαι να φύγω. Να πάω σε άλλο τόπο και άλλη γη. Να ζήσω σαν άνθρωπος. Κι έπειτα ξυπνάω... Ουτοπία και ανεμόμυλοι. Εδώ, εδώ θα πεθάνω. Πρέπει να το πάρω απόφαση. Δεν έχει άλλο δρόμο για μας. Στο μπαλκονάκι μας λοιπόν με τις ψωραλέες γλαστρούλες να μετράμε τα ντάκα ντούκα της κάθε καινούριας οικοδομής. Να βολευτούν και οι άλλοι που ξέφυγαν από τα χωριά τους...

Έτσι και φέτος. Κι ακόμη χειρότερα με την οικοδομή να χτίζεται σε απόσταση αναπνοής. Πριν ξημερώσει ο θεός τη μέρα αρχίζει ο απαίσιος ρυθμός. Μια μέρα προβληματίστηκα... Πόσες σφυριές χρειάζονται για να γίνει μια πολυκατοικία; Πρέπει να είναι εκατομμύρια. Αμέτρητα εκατομμύρια. Τους βλέπεις εκεί με τις γυμνές τους πλάτες να καρφώνουν αλύπητα. Κι έπειτα έρχεται η μπετονιέρα και αδειάζει τη γκρίζα σούπα της. Μετά αρχίζει το πότισμα. Ώρες ατελείωτες ποτίζουν για να δέσει καλά το τσιμέντο. Κι έπειτα αρχίζει το ξεκάρφωμα. Και πάλι κάρφωμα. Και στους κάτω ορόφους εμφανίζονται εκείνοι που χτίζουν τα τούβλα. Και ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, πλακάδες... ένα σύνταγμα άνθρωποι. Και συνήθως άλλης φυλής. Αλβανικά, ρώσικα, ρουμάνικα... ό,τι θες ακούς εκτός από ελληνικά. Μόνο το ντάκα ντούκα παραμένει αναλοίωτο και μονότονο.

Φυσικά οι μόνοι που δε φταίνε για το απαίσιο ντάκα ντούκα είναι ετούτοι οι άνθρωποι. Αυτοί το ψωμάκι τους βγάζουν και μάλιστα βουτηγμένο σε ιδρώτα και μερικές φορές και σε αίμα. Αλλά και σε εκμετάλλευση άγρια. Ποιο ωράριο και ποιο οχτάωρο; Από την ώρα που θα φωτίσει ο θεός τον κόσμο μέχρι αργά τη νύχτα δουλεύουν ασταμάτητα. Ακόμα και τις Κυριακές. Πολλές φορές και τα μεσημέρια χωρίς διακοπή. Να φωνάξεις αστυνομία για διατάραξη κοινής ησυχίας; Χα!!! Και μετά να κάνει μήνες να τελειώσει η οικοδομή και μήνες το νταβαντούρι; Βρε άστους να χτυπάνε αρκεί να τελειώνουν μια ώρα νωρίτερα. Αν και ... δώρο άδωρο. Θα τελειώσουν αυτοί, θα αρχίσουν άλλοι παρακάτω.

Σ' αυτή λοιπόν την καθημερινή μας τρέλα ήρθε χτες το δώρο το ανέλπιστο. Ξαφνικά αντί για τα ντάκα ντούκα η μαγεία πλημμύρισε τη γειτονιά. Ήχοι θεσπέσιοι και αγαπημένοι. Το γιαπί ... τραγουδούσε!!! Και τραγούδια λατρεμένα, σαν αυτά που λένε οι παλιοί στον τόπο μου. Άλλη γλώσσα μα ο τρόπος ίδιος.

Δεν έχασα στιγμή. Βούτηξα την καμερούλα μου και έτρεξα απέναντι. Στη βιασύνη μου ξέχασα ακόμη και τη κάμερα να φροντίσω... όταν το κατάλαβα, ήταν αργά. Ευτυχώς κατάφερα και έσωσα ένα τόσο δα διαμαντάκι από τα όσα μας χάρισαν ψες βράδυ. Πάλι καλά... Να ακούσετε κι εσείς για μια φορά το γνήσιο τραγούδι, αυτό που λένε οι άνθρωποι της δουλειάς. Όχι για να τους ακούσουν οι άλλοι μα για να βγάλουν το δικό τους τον καημό, το σμιλεμένο από τα εκατομμύρια ντάκα ντούκα...


Σήμερα, μετά το χτεσινό ξεφάντωμα, ακόμα και τα ντάκα ντούκα τους ακούγονταν αλλιώς. Μουσική και αυτά. Κι ακόμη και το γιαπί για πρώτη φορά μου φάνηκε όμορφο... το γιαπί που τραγουδάει...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας