Μπαμπά, πρέπει να σου πω για το Μίκυ...

Μπαμπά, πρέπει να σου πω κάτι για το Μίκυ...


Κι ας πέρασαν σαράντα χρόνια. Δεν πρέπει να ξεχάσω να στο πω.

Το Μίκυ, αγαπημένε μου πατερούλη. Αυτόν που μου απαγόρευες να διαβάζω. Ναι, ξέρω. Έτσι έλεγαν τότε τα μεγάλα κιτάπια της Παιδαγωγικής. Κι εσύ ήθελες να είσαι καλός πατέρας και καλός δάσκαλος. Έτσι έλεγαν τα μεγάλα κεφάλια, έτσι έκανες κι εσύ. Όχι κόμικς στα παιδιά. Καταστρέφουμε το λόγο τους, γεμίζουν τα κεφάλια τους με ανοησίες... κινούμενα σχέδια, πφφφφ! Μακριά από τα παιδιά αυτές οι σαχλαμάρες.

Αγαπημένε μου μπαμπά και δάσκαλε...

Σου μιλάω σήμερα για το Μίκυ... όχι γιατί είδα πως σήμερα, λέει, συμπλήρωσε τα ογδόντα του, ναι μπαμπά... γέρασε κι αυτός. Και γεράσαμε κι εμείς. Ογδόντα ο Μίκυ, σχεδόν πενήντα εγώ. Λέω πως μπορώ πια να σου μιλήσω για εκείνον. Τότε, τότε που ήμουνα παιδί, ούτε που τόλμαγα να σου φέρω αντίρρηση. Δηλαδή, όχι έτσι ακριβώς... Δεν τόλμαγα να σου μιλήσω και να σου πω ότι έχεις άδικο. Αλλά, πατερούλη μου, εγώ, και το ξέρεις πια καλά, γεννήθηκα από την ανάποδη μεριά του κρεβατιού. Και πώς γεννήθηκα...

Με τραβάγανε και εγώ, πείσμα, αρνιόμουνα να έρθω στον κόσμο σας. Και δώστου τραβάγανε οι γιατροί, θα βγει έλεγαν, πού θα πάει; Ένα μυξιάρικο και θα το αφήσουμε να κάνει ό,τι θέλει; Αμ, δε... Αν δεν πιάνανε τις κουτάλες τους, εκεί θα ήμουν ακόμη. Και πήραν αυτοί τις κουτάλες και τράβαγαν, τι τράβαγαν;;; Δεν ήξεραν τι, δεν ήξεραν πώς. Έτσι έγινε και μου σακάτεψαν το χέρι. Όλα τα παιδάκια με δυο χεράκια, εγώ με ένα γερό και ένα να στέκεται μαραμένο. Να είναι καλά η μανούλα, που με έτρεχε στους γιατρούς και κατάφερε να το σώσει. Τουλάχιστον δεν έμεινε ατροφικό. Γιατί, κι αυτό πρέπει επιτέλους να στο πω, αυτό το χέρι δεν έγινε ποτέ τελείως καλά. Κι ας έλεγαν άλλα οι μεγάλοι γιατροί.

Μεγάλοι γιατροί! Και μεγάλοι παιδαγωγοί!!! Αχ.... Τα μαύρα τα μεσάνυχτα είχαν, αλλά δεν το ήξεραν. Για τους γιατρούς το ξέρεις κι εσύ... Θυμάσαι εκείνον τον τρισάθλιο; Ήρθε η ώρα να μιλήσω και γι' αυτόν. Ο μεγάλος και τρανός Σαμαράς. Εκείνος που όταν έτρεξε λεχώνα η μανούλα μου λίγων εβδομάδων να πάρει τη γνώμη του για το παράλυτο χέρι του μωρού, γύρισε και της είπε πως δεν πρόκειται ούτε να περπατήσω. Εξάρθρωση, λέει... και στα δύο πόδια. Αμ, δε. Κανένα πρόβλημα δεν είχαν ποτέ τα πόδια μου. Και πήραν στράτες και θάλασσες και γύρισαν τον κόσμο όλο. Εκείνος όμως, ο απαίσιος άνθρωπος, ο διψασμένος για το χρήμα, ανακάλυψε μια εξάρθρωση που δεν υπήρχε.

Η τύχη θέλησε να γλιτώσω από τα νύχια του. Και το ταξί, που χτύπησε τη μαμά, όταν έφυγε κλαίγοντας από το νοσοκομείο. Άνοιξε η τσαντούλα της και σκόρπισαν όλα στο δρόμο. Έτρεξαν ο κοσμάκης και μάζεψαν το κορίτσι. Λίγο έλειψε να σκοτωθεί. Το έχει αυτό η μάνα μου. Γενναία γενναία, αλλά μη μάθει κακό για τα παιδιά της. Χάνει τον κόσμο από τα μάτια της. Της είπε ο Σαμαράς πως το παιδί της δε θα περπατήσει, στραβώθηκε η γυναίκα από το κλάμα. Εσύ, ήσουν επάνω, στα κατσικοχώρια της Ηπείρου, δασκαλάκος... Εκείνη, μόνη της στην Αθήνα. Τι να σου κάνει; Κοριτσάκι είκοσι χρονών ήταν... Ούτε που το είδε το ταξί. Τη λυπήθηκε ο θεός και γλίτωσε. Και μαζί λυπήθηκε κι εμάς... και ειδικά εμένα. Γιατί όλα τα πράγματα βρέθηκαν από τη φτωχή της την τσαντούλα, δεν ήταν δα και πολλά, μόνο η κάρτα του ιατρείου του Σαμαρά χάθηκε.

Δρόμο και στρατί την άλλη μέρα, ξανά στο νοσοκομείο, να πάρει άλλη κάρτα του Σαμαρά. Και δώστου να κλαίει με αναφιλητά. Έτσι έγινε και της έπιασε την κουβέντα εκείνη η γριούλα, η καμένη από το μεγαλογιατρό. Και της είπε τι κουμάσι ήταν. "Τράβα κόρη μου στο ΕΛΕΠΑΠ, εκεί θα βρεις βοήθεια για το παιδί σου. Φεύγα μακριά από το Σαμαρά. Θα σας αρπάξει όσα μπορεί και πάλι άρρωστο θα μείνει το παιδί σου. Τα τραβήξαμε κι εμείς με το εγγονάκι μου. Μας κατέστρεψε ο αλήτης."

Και πήγαμε στο ΕΛΕΠΑΠ, και σώθηκε το χέρι. Η εξάρθρωση; Το είπα. Δεν υπήρχε. Ήταν μονάχα στη φαντασία του γιατρού... για να φάει περισσότερα...

Εγώ έτσι γνώρισα τον κόσμο, πατερούλη. Πήρα νωρίς το μάθημα. Κι ας ήμουν ακόμη μωρό στα σπάργανα... Εσύ όμως χρόνια αργότερα βρέθηκες πρόσωπο με πρόσωπο με τη θεία δίκη. Και πρόσωπο με πρόσωπο με το Σαμαρά. Νύχτα προχωρημένη... στο χωριό μας, όχι στην Αθήνα. Διάβαζες και ξαναδιάβαζες την ύλη για την άλλη μέρα, κλεισμένος στο γραφείο του σχολείου. Και κάποια στιγμή τελείωσες και είπες να φύγεις για το σπίτι. Βγαίνεις, κλειδώνεις, και πας να κατέβεις τα σκαλιά. Και τότε... πιάνει το μάτι σου (αχ, αυτό το μάτι σου...) πέρα στο βάθος, στη μεγάλη στροφή του δρόμου, στο Μέγα Πλάι, τα φώτα που έφευγαν στο κενό... Δεν ήταν η πρώτη φορά. Κατάλαβες αμέσως τι έγινε. Αυτοκίνητο στο γκρεμό!

Έτρεξες αμέσως στο καμπαναριό. Να ειδοποιήσεις. Να μαζευτούν οι χωριανοί και να ξεκινήσετε για το βουνό. Να σώσετε τους ανθρώπους. Και φτάνετε εκεί... Φρίκη. Μια γυναίκα μέσα στο αμάξι. Ακίνητη και μέσα στα αίματα. Κι ένας άντρας. Σωριασμένος κι αυτός, αλλά ζωντανός. Να κλαίει και να σπαράζει.

"Γιατρός Σαμαράς. Βοηθήστε μας! Σας παρακαλώ!"

Μας έλεγες αργότερα πως παραλύσανε τα χέρια σου. Για ένα λεπτό. Μόνο για ένα λεπτό. Μετά έκλεισες τα αυτιά σου, ξέχασες ποιος ήταν, και έκανες αυτό που έπρεπε να κάνεις. Ό,τι τουλάχιστον μπορούσες. Τον φορτώθηκες στην πλάτη σου και τον ανέβασες μέχρι επάνω, στο δρόμο.

Δεν ξέρω άλλες λεπτομέρειες... Μόνο πως η γυναίκα σκοτώθηκε αλλά ο Σαμαράς γλίτωσε. Τότε τουλάχιστον. Γιατί αργότερα λένε - σε τροχαίο και πάλι - βρήκε τραγικό θάνατο. Και θέλετε το πιστεύετε, θέλετε όχι, έτσι ακριβώς έγιναν όλα... Ούτε μία λέξη ψεύτικη. Ούτε μία τόση δα υπερβολή.

Τα άκουγα κι εγώ μεγαλώνοντας και μου φαινόταν σαν παραμύθι. Το παραμύθι της ζωής μου. Με καλούς και κακούς και με τυχερούς και με άτυχους. Κι έπειτα, έπεσε μια μέρα στα χέρια μου ένα Μίκυ Μάους. Δεν ξέρω πού, δε θυμάμαι πότε. Με μάγεψαν τα σχέδια. Με μάγεψαν και τα λόγια. Μα πιο πολύ αγάπησα εκείνα τα "ανθρωπάκια" (κι ας λένε οι άλλοι για ποντίκια και για πάπιες...) Τον Ντόναλντ και το Χιούι και το Λιούι και το Ντιούι. Το Γκούφι και τον Μίκυ και τη Μίνυ του... Και άλλο τόσο μίσησα τους κακούς...


Το Σκρουντζ που όλο στα λεφτά είχε το νου του και τους Λύκους που παραφύλαγαν να αρπάξουν και να καταστρέψουν. Ναι, μπαμπά, εκεί και τότε έμαθα για πρώτη φορά τους Λύκους. Χρόνια πριν ακούσω το Homo homini lupus.

Εσύ όμως φρύαξες σαν είδες εκείνο το περιοδικάκι... Να πάω και να το πετάξω αμέσως, έτσι μου παράγγειλες. Σιγά μην το πέταγα!!! Ε, μα κι εσύ... αφού με ήξερες πια τι ανάποδο πλάσμα ήμουν. Αρκούσε να μου πεις ΜΗ για να κάνω ακριβώς αυτό που απαγορευόταν. Περίμενες λοιπόν, πώς θα πετάξω το μικρό μου θησαυρό;

Το πήρα λοιπόν και το έκρυψα. Και πού το έκρυψα; Θυμάσαι... Το βρήκες χρόνια μετά και δεν ήξερες πώς έφτασε εκεί ένα ξεσκισμένο Μίκυ Μάους!

Στο χασίλι, μπαμπά. Κάτω χαμηλά στο χασίλι. Στην τελευταία πεζούλα του οικοπέδου. Εκεί που μόνο η άγρια φύση ήταν παρούσα και κανένας άλλος να κόβει τη μαγεία και το όνειρο... Εκεί χανόμουν με τις ώρες.

Με μια κουβερτούλα και όλα τα απαραίτητα του πικ νικ. Βλέπεις τότε ακόμη δεν είχαν κάνει πέρασμα το χωριό μας οι Αλβανοί... Μόνο φιδάκια κυκλοφορούσαν αλλά ήξερα τότε να μην τα φοβάμαι. Μην κοιτάς τώρα που μεγάλωσα και με έπιασαν φοβίες...

Εκεί πήγαινα και ξάπλωνα στον ήλιο και στα λουλουδάκια... Και διάβαζα όλα τα απαγορευμένα. Ναι, μπαμπά, μαζί με το Μίκυ να στο πω κι αυτό. Στα δώδεκα γνώρισα το Χριστό που ξανασταυρώθηκε. Και την Άννα Καρένινα. Και τους Άθλιους του Ουγκό. Και όλα τα βιβλία που μου έλεγες να μην ακουμπήσω γιατί είμαι μικρή ακόμα!!! Μα η αιτία ήταν ο Μίκυ. Που τόσο σε θύμωσε και τόσο με πείσμωσε το άδικο... Γι' αυτό και έμενε πάντα εκεί. Κρυμμένος στη μυστική γωνίτσα που του είχα φτιάξει.

Τον είδα σήμερα που γιόρταζε και πετάρισε η καρδιά μου. Α, λέω. Τέτοιες συμπτώσεις δε γίνονται. Γιατί, πατέρα, σήμερα στο σχολειό είχαμε το Μίκυ!!! Ναι, σου λέω. Επίσημος πια προσκεκλημένος στα βιβλία των παιδιών. Και όλη η παρέα του μαζί. Να λένε τα δικά τους και να μετατρέπουν τα παιδιά τα λόγια τους, από ευθύ σε πλάγιο λόγο. Και για το σπίτι πήρανε να κάνουν το ανάποδο. Να γράψουν εκείνα τους διαλόγους του Μίκυ Μάους.

Αλλάξανε τα πράγματα, μπαμπά. Και οι μεγάλοι παιδαγωγοί αποδείχτηκε πως έλεγαν φούμαρα... Σαν και την εξάρθρωση του Σαμαρά. Και αν θες και σαν το χέρι μου που το σακάτεψαν με τους εμβρυουλκούς... Πατέρα, το αυχενικό εκεί και τότε ξεκίνησε... Μου το είπε ο γιατρός προχτές. Και δίχως να πάρει ούτε μία δεκάρα. Μόνο με το βιβλιάριο. Ευτυχώς δεν είναι όλοι οι γιατροί Σαμαράδες... Έγινε, που λες, σκολίωση και έγινε δισκοπάθεια στον αυχένα. Ποιος να τα ξέρει αυτά τότε και να πάρει μέτρα;

Κι εσύ φοβόσουνα το Μίκυ... Αχ, μπαμπά. Οι δικοί του Λύκοι ήταν μόνο στο χαρτί. Ούτε τρώγανε, ούτε δαγκώνανε. Μόνο με μάθαιναν πως στον κόσμο αυτό υπάρχουνε και οι Λύκοι. Και να φυλάγομαι. Και άλλοι που τους αρρωσταίνει το χρήμα. Και να προσέχω να μην κολλήσω την αρρώστια τους. Και οι γκαντέμηδες... που όλο προσπαθούν και όλο σε γκάφες και αναποδιές πέφτουν. Αλλά σηκώνονται και πάλι και προσπαθούν.


Ο Μίκυ μου τα έμαθε αυτά, πατερούλη. Γιατί εσύ κι η μαμά, ακόμα και τους Σαμαράδες πιάνατε και τραβάγατε από το γκρεμό. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι, μια ζωή. Μα η ζωή, πατέρα, δεν είναι μόνο αγάπη. Χρειάζεται, ναι σου λέω, να τα βάζεις και με τους Λύκους. Γιατί αλλιώς, θα μας φάνε ζωντανούς...


Και μην ξεχάσω. Ο Παπαδιαμάντης, ο άγιος Παπαδιαμάντης, που τόσο καμάρωνες πως τον διάβασα στα δέκα και στα έντεκα... ήταν πολύ καλός. Υπέροχος. Μα κι εκείνος, μπαμπά, με το αγιοκέρι περπάταγε. Μην κοιτάς που τον διάβασα... αχ, και να ήξερες πόσο θύμωνα με όσα έλεγε. Που άφηνε τους κακούς να κερδίζουν. Στο Μίκυ όμως, καλέ μου πατερούλη, οι κακοί λύκοι την πάταγαν πάντα. Γιατί το καλό μπορεί και πρέπει να νικάει. Και το άδικο να το πολεμάμε και να τιμωρείται.


Εγώ, η μικρή σου σκανταλιάρα

Που μεγάλωσα πια, μπαμπά, και μυαλό ακόμα δεν έβαλα...

______________________

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

  1. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟ ΒΗΜΑ Άρθρο για τους παιδικούς ήρωες
  2. Η ιστορία του Ντόναλντ Ντακ
  3. Μια ανάλογη περίπτωση... Μαμά ετών 37
  4. Κόμικς http://www.mycomics.gr/gelio kai xara/gelio kai xara.htm (συλλογή τεράστια)

3 σχόλια:

  1. Τελικά εγώ ο γιός του λιμενεργάτη (και περιστασιακά) ψαρά, ήμουν πιο τυχερός απο σένα καλή φίλη των κόμικς (και συγγραφέα της παραπάνω κατάθεσης ψυχής).. Η μαμά μου μιάς και ήταν αγράμματη και με το ζόρι διάβαζε απλά κείμενα (αυτοδίδακτη) προτιμούσε το Μικυ Μαους να διαβάσει για την πάρει ο ύπνος τα βράδια. Ο πατέρας ροχάλιζε αλλά αυτή χασκογελούσε με τίς περιπέτειες που διάβαζε..τη βοηθούσε να τα διαβάζει φωναχτά πολλές φορές, οπότε εγώ (πιτσιρικάκος τριών χρονών) την άκουγα να λέει "ψηλά τα χέρια Μαύρε Πήτ.." και δώσ'του γέλιο..και 'γώ έριχνα το μακάριο παιδικό ύπνο αφού η μαμά ήταν ευτυχισμένη..!!
    Ετσι μοιραία έγινα και 'γώ φανατικός αναγνώστης και συλλέκτης απο τα τρία μου (χρόνια) του Μίκυ Μάους. Στη πρώτη Δημοτικού δεν μου χρειάστηκε το Αναγνωστικό να μου μάθει να διαβάζω.. είχα ήδη μάθει απο το πολύ διάβασμα των Μίκυ..

    Τα χρόνια πέρασαν και τώρα γράφω αυτές τίς γραμμές... οι φωτογραφίες (όπως και τα κείμενα) απο την ομώνυμη σελίδα αφιέρωμα του Θείου Σκρούτζ στο mycomics.gr είναι δικό μου έργο, προσφορά σε όσους φίλους και φίλες δοκιμάστηκαν στη ζωή όπως ο καημένος ο Θείος Σκρούτζ..(και εσύ επίσης..)
    Και 'γώ σαν τη μάνα μου αυτοδίδακτος στα κομπιούτερ και στα web design αλλά τελικά χαίρομαι που ο χρόνος και ο κόπος που αφιέρωσα δεν πήγε χαμένος..!!!
    Κώστας Κ. (σχεδιαστής των ιστοσελίδων του mycomics.gr)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητέ Κώστα,

    με συγκίνησε βαθύτατα το σχόλιο που άφησες. Κι ας ήταν η άλλη όψη του καθρέφτη τα δικά σου βιώματα, αδερφό σε ένιωσα. Τι σημασία έχει αν μέσα από άλλο δρόμο προσεγγίσαμε το Μίκυ Μάους; Η ουσία είναι πως και οι δυο μας τον αγαπήσαμε πολύ.

    Θα μου επιτρέψεις να αναδημοσιεύσω το σχόλιό σου στο βασικό χώρο που δημοσιεύω τις σκέψεις μου και τις μοιράζομαι με μια μικρή ομάδα φίλων:

    http://educandus.forumotion.com/forum-f4/topic-t370.htm

    Θα είναι τιμή για μένα αν γίνεις κι εσύ μέλος της μικρής μας παρέας και εμπλουτίσεις τους διαλόγους μας με όσα ωραία η σχέση σου με το Μίκυ σου χάρισε και όχι μόνο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ευχαρίστως να το δημοσιέψεις και μιάς και το έφερε η κουβέντα, νά και ένα άλλο κειμενάκι που είχα συγγράψει 5 χρόνια πρίν σε ένα πρόγονο του mycmics.gr στο pathfinder..

    μισό λεπτό να το βρώ..!!! αα νάτο..!!!
    ο τίτλος που του είχα δώσει ήταν:

    Μίκυ Μάους Δραχμές 3

    Μια φορά και έναν καιρό που ήμουνα μικρό παιδί, εκεί γύρω στο 1970,
    δεν υπήρχε η τηλεόραση όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Υπήρχαν δύο μόνο κανάλια
    και αυτά αρχίζαν το πρόγραμμα τους στις 5:30 το απόγευμα.
    Εννοείτε ότι ήταν ασπρόμαυρες τότε. Οι έγχρωμες τηλεοράσεις εμφανίστηκαν το 1980.
    Κινούμενα σχέδια έπαιζαν στο πρώτο μισάωρο του προγράμματος και ήταν κάτι πολωνέζικα καρτούν (Μπόλεκ και Λόλεκ) που ήταν γελοία για τα σημερινά στάνταρντ.
    Είχε και μία φορά τη εβδομάδα Ποπάυ.
    Κάθε Κυριακή όμως στίς 6:30 είχε την εκπομπή «Από τον κόσμο της Ντίσνεϋλαντ».
    Εκεί πραγματικά ήταν μαγεία.
    Το πρόγραμμα ξεκινούσε με την εμφάνιση του ίδιου του Ουώλτ Ντίσνεϋ.
    Ντυμένος με κουστούμι και γραβάτα καθόταν όρθιος ή ημικαθιστός σε ένα γραφείο που πάνω του ήταν μια μεγάλη υδρόγειος σφαίρα. Καλησπέριζε και ξεκινούσε την διήγηση σχετικά με την ταινία που πρόκειται να παιζόταν. Ο πρόλογος του αυτός ήταν απαραίτητος γιατί η μοναδική του διήγηση σε συνέπαιρνε αμέσως και σε έβαζε αμέσως στο κόσμο του, « στο μαγικό κόσμο του Ντίσνεϋ» όπως έλεγε.
    Δεν ήταν όλες οι ταινίες καρτούν. Οι πιο πολλές ήταν κανονικές ταινίες με μοναδικό στύλ και θέμα περιπέτειες ανθρώπων και ζώων στη θάλασσα, στο δάσος και γενικά σε μέρη άγνωστα σε εμάς τα τότε ελληνόπουλα.
    Χρώμα δεν υπήρχε πουθενά.
    Χρώμα υπήρχε μόνο στο περίπτερο της γειτονιάς.
    Εκεί μόνο υπήρχε χρώμα. Στα κόμικς πού κρέμαγαν κάθε εβδομάδα τα περίπτερα μπορούσες να δεις χρώμα.
    Ακόμα και τα έργα στο σινεμά ήταν ασπρόμαυρα. Λίγες οι ταινίες που ήταν έγχρωμες
    αλλά και όταν γίναν πιο πολλές δεν έπαιζαν παιδικά ή καρτούν.
    Ετσι τελικά το περίπτερο της γειτονιάς ήταν το σημείο που θα αγόραζες τα όμορφα αυτά βιβλία με τα ζωηρά χρώματα και τις ωραίες περιπέτειες.
    Άρχιζα να τα διαβάζω από τεσσάρων χρονών. Όταν πήγα στη πρώτη Δημοτικού ήξερα ήδη να διαβάζω γιατί είχα συμπλήρωση πάμπολλες ώρες στο διάβασμα Μίκυ Μάους και όχι μόνο Μίκυ Μάους.
    Τότε είχε τρεις δραχμές το τεύχος.
    Είχα προσέξει ότι εκεί που έγραφε τα σχετικά για τα στοιχεία της έκδοσης του περιοδικού, έλεγε ότι τα γραφεία ήταν στη Αθήνα, Ερμού 8.
    Εγώ μένω επαρχία αλλά η μητέρα μου μια φορά το χρόνο πήγαινε στη Αθήνα και συγκεκριμένα στη Ερμού γιατί εκεί μεγάλωσε και εργαζόταν.(την είχαν υιοθετήσει σαν ψυχοκόρη μια πλούσια οικογένεια.. στη πραγματικότητα ήταν υπηρέτρια)
    Οπότε σκέφτηκα ότι είναι εύκολο να βρώ το νούμερο 8.
    Ήδη ήξερα ότι τα ζυγά νούμερα είναι στα δεξιά και τα μονά αριστερά. (..αν είναι για κυνήγι θησαυρών γίνεσαι ντετέκτιβ απο τα γενοφάσκια σου..!!)
    Το μόνο που έμενε ήταν να πείσω τη μητέρα μου να χασομερήσει λίγο από τις δουλειές της για να το βρω πού να είναι όταν θα πηγαίναμε στην Αθήνα.
    Έτσι και έγινε. (δεν μου χάλαγε χατήρι η καϋμένη)
    Απ’ έξω δεν έλεγε τίποτα για περιοδικό Μίκυ Μάους.
    Έλεγε μόνο για ένα περιοδικό την «Γυναίκα». Αλλά είδα το όνομα Τερζόπουλος και λέω κάποια σχέση θα έχει.
    Όλα αυτά ενώ ήμουν κάτω από επτά χρονών, γύρω στο 1971 ή 1972 ή μπορεί και νωρίτερα. Δεν θυμάμαι πλέον ημερομηνίες αλλά θυμάμαι πεντακάθαρα την είσοδο της πολυκατοικίας.
    Ανεβήκαμε επάνω και δεν είδα τίποτα ή κανέναν που να θυμίζει περιοδικό Μίκυ Μάους.
    Eφανίστηκε ένας σιωπηλός άνδρας κάποια στιγμή και με όλο το θάρρος που μπορεί να έχει ένας μικρός πιτσιρικάς, του ζήτησα αν υπάρχουν παλιά τεύχη Μίκυ Μάους.
    Χωρίς να απαντήσει τίποτα κάνει έτσι και ανοίγει μια συρόμενη πόρτα ακριβώς δίπλα μας. Εκεί ήταν ένα ηλιόλουστο δωμάτιο σαν σαλόνι μόνο που δεν είχε έπιπλα.
    Και κάτω στο πάτωμα στο κέντρο ήταν ένα μικρό βουνό από μικρά Μίκυ Μάους ανακατωμένα. Μιλάμε για νούμερα πριν το 250. Τι να πρωτοδιάλεγα; Πόσα μπορούσα να πάρω; Πήρα πέντε τεύχη εκεί στη τύχη... Πλήρωσε η μητέρα μου 15 δραχμές (5 σημερινά ευρωλεπτά) και έφυγα μάλλον στεναχωρημένος που δεν μπορούσα να πάρω όλο το βουνό με τα Μίκυ Μάους...

    Το βουνό αυτό το θυμάμαι ακόμα..!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας