Τέτοια εποχή πέρυσι χαμός γινόταν σε τηλεοράσεις και εφημερίδες, στα φόρα του διαδικτύου ακόμη και σε εκκλησίες... Ο δαίμων του κακού ένα βιβλίο. Το περίφημο της ιστορίας της έκτης δημοτικού. Κι από τα μεγαλύτερα αγκάθια εκείνος ο αχαρακτήριστος συνωστισμός στο λιμάνι της Σμύρνης. Φώναξαν, φώναξαν... οι μεν και οι δε... πάει το βιβλίο, αποσύρθηκε. Τώρα κανείς πια δε νοιάζεται. Η διασαλευθείσα ηρεμία του τόπου επανήβρε τους πρότερους γαλήνιους και ραστώνιους ρυθμούς.
Με πονάει πολύ που έτσι είμαστε εμείς οι έλληνες. Της στιγμής και της οργής. Δε λέω πως εκείνο το βιβλίο ήταν της αρεσκείας μου. Ίσα ίσα. Κι εγώ πολύ πικράθηκα με το "συνωστισμό"... Αλλά, υπάρχει ένα μεγάλο "αλλά"... Ποιος μέσα σε τέτοιο χαλασμό νοιάστηκε να δει και να ερευνήσει νηφάλια το ζήτημα; Και ποιος από όλους εκείνους τους οργίλους και μαινόμενους ασχολείται τώρα πια με το τι γράφουν τα βιβλία των παιδιών μας; Να σκύψει ήρεμα και με γνώση. Δίχως κραυγές και συνθήματα. Μόνο με την αλήθεια παραμάσχαλα και την αγάπη για την ιστορική μνήμη της φυλής.
Σήμερα, 14 του Μάρτη, μια τέτοια πικρή αναζήτηση έκαμα κι εγώ. Σήμερα που είναι η μέρα του Βαγόρα.
Πάει μισός αιώνας από τότε. Τότε που εκείνος ανέβηκε στο ικρίωμα για τη μεγάλη αγαπημένη των ελλήνων, τη χιλιάκριβη τη λευτεριά. Πόσοι σήμερα ξέρουν ποιος ήταν ο Βαγόρας; Πάει κι αυτός, με τόσους άλλους. Βλέπεις τους έχουμε περισσευούμενους τους ήρωες σε τούτον τον τόπο, πού να τους θυμόμαστε όλους;
Κι όμως σε κείνα τα παλιά βιβλία που πήραν την άγουσα για τη χωματερή υπήρχαν και δυο σελίδες για το Βαγόρα. Τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Και κάθε φορά που έφτανε η μέρα να τις διδάξω, πετάριζε η καρδιά μου. Γέμιζαν περηφάνια τα φυλλοκάρδια μου. Που έβγαλε τέτοια παλικάρια η φυλή και ο τόπος μας και η εποχή μας... Κι όχι μόνο για το όνομα. Μα που κατάφερε τέτοιο μεγαλόπρεπο βαφτιστικό κι άλλο τόσο ηρωικό επώνυμο να τα κάνει να μοιάζουν μικρά και φτωχικά μπρος στο δικό του κατόρθωμα.
14 Μάρτη του 1957. Ο Κύπριος μαθητής, γιατί Κύπριος ήταν ο Ευαγόρας, στα 19 του μόλις χρόνια, παιδί ακόμα, ξεψύχησε στην αγχόνη που έστησαν εκείνα τα ανθρωπόμορφα κτήνη, οι Εγγλέζοι κατακτητές... Αυτοί που λίγα χρόνια πριν, με το στόμα του πρωθυπουργού τους, του Ουίνστον Τσώρτσιλ,
μας ευχαριστούσαν εμάς τους έλληνες για την παλικαριά μας και τη βοήθεια στην ανθρωπότητα κατά του φασισμού. Μα όταν ήρθε η ώρα να αποδείξουν έμπρακτα την αναγνώριση στην προσφορά των ελλήνων, όχι μόνο αρνήθηκαν να παραχωρήσουν την ελευθερία στην Κύπρο μα και έστησαν κρεμάλες για κάθε Κύπριο που τόλμαγε να διεκδικήσει τη λευτεριά του τόπου του. Κρεμάλες που δε δίστασαν να σκοτώσουν ακόμη και παιδιά. Σαν το Βαγόρα...
Σήμερα κανείς πια δεν τον θυμάται. Από μας, τους Ελλαδίτες. Και λίγο ως ελάχιστα θυμόμαστε και ολόκληρη την Κύπρο. Για να μην πω ότι και ηθελημένα την ξεχνάμε και την παραγνωρίζουμε και την κατηγορούμε ακόμη. Χτες πάλι πολύ με πόνεσε μια τέτοια κουβέντα. Αφορμή τα ονόματα που πρέπει λέει να δώσουμε σε κάθε σχολειό... Πρέπει - λέει - να βρούμε ένα ιστορικό πρόσωπο. Που να σημαίνει κάτι ξέχωρο για τον τόπο που βρίσκεται το σχολειό μας. Να αναδεικνύει την τοπική ιστορία και να δίνει στόχους στα παιδιά και αξίες και ιδανικά. Στην εποχή μας που κατάφερε να μείνει άδεια τελείως από όλα τούτα. Τουλάχιστον κάτι να δώσουμε στα παιδιά. Ναι, δε λέω όχι. Σωστή η σκέψη. Αλλά... Όχι για τους τύπους. Όχι από συνήθεια. Και όχι ονόματα για τα ονόματα.
Το δικό μου σχολειό βρίσκεται στη Νέα Σμύρνη. Τι πιο λογικό να τιμήσουμε τις χαμένες πατρίδες; Δεν αδικώ κανέναν αν έτσι σκεφτεί. Μα πάλι λέω πως ένα σχολειό μπορεί και πρέπει να διδάσκει όχι μόνο τα παιδιά μα και όλη τη γύρω του κοινότητα. Να δίνει το στίγμα της μόρφωσης και του πολιτισμού. Να ανοίγει δρόμους στο διαφορετικό. Να προβληματίζει και να παραδειγματίζει. Ποιο όμως είναι το διαφορετικό και το πρωτοπόρο στο να βαφτίσεις ένα σχολειό της Νέας Σμύρνης με ένα όνομα σμυρνέικο; Σε μια γειτονιά με Μίλωνες και Πανιώνιους, με κάθε δρόμο και μια χαμένη πατρίδα, Ικονίου, Εφέσου, Σινώπης... με γυμνάσια που έχουν από χρόνια αναδείξει και την Ευαγγελική Σχολή και τον Όμηρο... τι θα προσθέσει ένα ακόμη παρόμοιο όνομα; Ό,τι προσθέτει πάντα η ομοιομορφία και η επανάληψη... Προσθέτει;
Πέρυσι θυμάμαι μια περίπτωση που μου έκαμε μεγάλη εντύπωση. Ένα σχολειό, της πόλης μας κι αυτό, που ανέλαβε πρωτοβουλία για βαφτίσια. Όχι δικά του. Μα της γειτονικής του πλατείας... Προτείνανε στο Δήμο και έγινε δεκτό, να ονομάσουν την πλατεία "Πλατεία Μαθητών". Για να τιμήσουν τα ίδια τα παιδιά. Για να νιώσουν κι εκείνα την αξία τους. Πολύ μου άρεσε εκείνη η ιδέα. Γιατί σκοπός του σχολείου δεν είναι η στείρα γνώση αλλά η δημιουργική... "Πολλώ κάρρονες" και όχι αναμασητές της δόξας των προγόνων. Να διδάσκονται από τους παλαιούς μα να στοχεύουν ακόμη ψηλότερα...
Πλατεία έχει κοντά και το δικό μου σχολείο. Ζήτημα να τη βαφτίσουμε δεν μπαίνει. Γιατί, όχι μόνο έχει όνομα μα έχει αποκτήσει και ... παρατσούκλι. Θυμάμαι την εποχή που η μανούλα μου φρόντισε να μου πάρει σπίτι. Τότε ακόμη δεν ανήκα στον εκπαιδευτικό κόσμο της χώρας. Ναυτικός ήμουν και σε κάποιο πέλαγος με βρήκε το τηλεγράφημα για "τη φωλίτσα μου στην Άνοιξη"... Έτσι έγραφε χαρούμενη η μάνα. Για το σπίτι που κατάφερε με χίλιες στερήσεις να αγοράσει στην πλατεία της Άνοιξης. Στη Νέα Σμύρνη... Πιο πολύ μου άρεσε αυτή η "Άνοιξη", θυμάμαι, παρά το ίδιο το δώρο. Νέα ακόμη πολύ για να εκτιμήσω την ύλη, με μάγεψε εκείνος ο συμβολισμός. Και καρτερούσα πώς και πώς να ξεμπαρκάρω για να γνωρίσω αυτή τη γειτονιά με το ονειρεμένο όνομα.
Μα σαν ήρθε ο καιρός να ξεμπαρκάρω, σαν έφτασα εδώ... άδικα αναζήτησα την Άνοιξη. Άνοιξη άκουγα και άνοιξη δεν έβλεπα. Πλατεία Άνοιξης και πλατεία Άνοιξης, αλλά τέτοια ταμπέλα πουθενά. "Ηρώων Κύπρου" έγραφαν οι πινακίδες. Από τότε έκανα πολλές φορές το πείραμα. Κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν ξέρει την πλατεία με το όνομα αυτό. Που αν το σκεφτείς είναι και πολύ παράξενο το πώς ξεφύτρωσε ανάμεσα σε τόσες προσφυγικές μνήμες. Είναι όμως;
Ακριβώς επειδή δεν είναι... τώρα που τέτοιο ζήτημα μπήκε, να βαφτίσουμε το σχολειό, εκεί γύρισε η σκέψη μου. Να δώσουμε την αφορμή με το όνομα να προσέξει επιτέλους ο κόσμος της γειτονιάς μας πώς λέγεται η πλατεία. Και βέβαια να μάθει και ποιοι ήταν αυτοί οι ήρωες. Ίσως έτσι σταθεί αφορμή να μάθουν και ποια είναι η Κύπρος, που πολύ φοβάμαι ότι κι αυτήν την αγνοούν.
Δεν μπορώ να πω ότι η πρότασή μου βρήκε απήχηση. Παράξενα με κύτταξαν όταν τόλμησα να πω τη σκέψη μου. Που στην αρχή, όταν μου ζήτησαν συγκεκριμένο όνομα, με κατέλαβαν εξ απήνης, και είπα κάτι για την Ελένη Φωκά. Τη Δασκάλα από τα Κατεχόμενα. Μα εκείνη όμως ζει. Και μια δεύτερη σκέψη, δάσκαλοι εμείς να διαλέγουμε όνομα δασκάλας; με έκανε επιφυλακτική. Τη λύση την έδωσε αργότερα το ημερολόγιο. Αυτό που θυμίζει όσα έγιναν "σαν σήμερα"... 13 του Μάρτη η κουβέντα μας για τα βαφτίσια. Μέρα που γεννήθηκε ένας Σεφέρης. Ο ποιητής που χάρισε στην Ελλάδα το νόμπελ. Και ο άνθρωπος που βαθιά αγάπησε την Κύπρο. Μπροστά μου πάλι η Κύπρος. Να εξηγεί και πώς μια τέτοια πλατεία ξεφύτρωσε εδώ, στη γειτονιά των Σμυρνιών. Κι έπειτα μια δεύτερη ματιά στο ημερολόγιο. 13 του Μάρτη. Μεσάνυχτα. Ξημέρωνε 14. Τότε που εκείνος ο Κύπριος μαθητής παρέδωσε την ψυχούλα του. Ο Ευαγόρας ο Παλληκαρίδης.
Δεν είναι μόνο η σύμπτωση στη μέρα. Ούτε που έτσι αφορμή θα δώσουμε να μελετάνε και να ξέρουν τα παιδιά τουλάχιστον της γειτονιάς τι σχέση έχει η Νέα Σμύρνη με την Κύπρο. Και βέβαια να ξέρουν και το όνομα της πλατείας που περνάνε κάθε μέρα και που παίζουν τις νύχτες του καλοκαιριού. Όχι, δεν είναι μόνο για τούτα που αν μπορούσα να γίνω η νονά του σχολειού, θα το βάφτιζα "Σεφέρειο - Παλληκαρίδειο"... Ναι, δυο ονόματα. Σαν και την πλατεία. Δυο για να παραξενεύει και να ρωτάνε. Τι σχέση έχει ο Σεφέρης με τον Παλληκαρίδη; Να ρωτάνε και να μαθαίνουν, ελπίζω...
Ο Σεφέρης. Ξέρετε ποιος είναι ο Σεφέρης; Στα πολλά, κρατήστε κι ετούτο που είπε ο ίδιος για τον εαυτό του:
"Κάνω το επάγγελμα του ανθρώπου και το επάγγελμα του υπαλλήλου. Δραματικά ασυμβίβαστα πράγματα."
Ο Σεφέρης που στάθηκε ποιητής και διπλωματικός υπάλληλος. Που ύμνησε και αγάπησε την Κύπρο όσο λίγοι. Και σαν πρέσβης στο Λονδίνο πήρε μέρος στη συμφωνία της Ζυρίχης. "Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο Τοξότης. Το ριζικό ενός ανθρώπου που ξαστόχησε." Έτσι θα γράψει ο ίδιος και πάλι...
Κι από την άλλη ο Παλληκαρίδης. Που έσβησε μόλις στα 19. Μα πρόλαβε να αφήσει πίσω του τη σφραγίδα του ποιητή. Γιατί ο Παλληκαρίδης δεν ξαστόχησε. Το ριζικό του ήταν άτυχο. Και η εποχή του και ο τόπος του. Και τον θέρισαν πριν προλάβει να ανθίσει όλα όσα είχε να δώσει.
Σεφέρης και Παλληκαρίδης. Δυο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι. Τη μέρα που ο ένας γεννιέται, ο άλλος πεθαίνει. Ποιητές και οι δυο. Σμυρνιός ο πρώτος, Κύπριος ο άλλος. Κοινή όμως η αγάπη τους για την Κύπρο... "Κύπρον ου μ' εθέσπισεν"... Ο Σεφέρης "κράτησε τη ζωή του μέσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής". Ο Παλληκαρίδης δεν πρόλαβε καν να ζήσει τη ζωή του. "Πλάγιασε" νωρίς, πολύ νωρίς...
Ήρωες σίγουρα δεν μπορούν γίνουν όλοι. Και δε χρειάζεται... Αυτό όμως που χρωστάς είναι να παραμείνεις άνθρωπος. Έστω και αν αυτό είναι ασυμβίβαστο "επάγγελμα" για την εποχή μας. Κι αυτό ακριβώς θαρρώ πως πρέπει να είναι το νόημα της αγωγής που σήμερα προσφέρουμε. Το μείζον μα και το έλασσον. Δεν μπορεί να αφήνουμε τα παιδιά μας χωρίς ιδανικά. Μα και δεν μπορεί να τους προτείνουμε μόνο το άπιαστο. Αυτό που οι ελάχιστοι μπορούν να αγγίξουν. Η επιλογή της ελευθερίας είναι νομίζω απαίτηση της σημερινής εποχής. Κι άλλο τόσο απαίτηση σε κάθε εποχή να αναδεικνύονται και οι εκπληκτικά γενναίοι της.
Δεν ξέρω ποιο όνομα θα πάρει στο τέλος το σχολειό μου. Και αν θα πάρει... Γιατί οι συνδικαλιστές μας λένε πως "εδώ πεινάμε, τα βαφτίσια μας μάραναν". Είναι κι αυτό μια άποψη. Αυτό όμως που με πονάει είναι άλλο. Είναι ένα κείμενο. Αυτό που κάποτε δίδασκα για τον Παλληκαρίδη. Και που τώρα πάει, χάθηκε, μαζί με το βιβλίο που καταργήθηκε. Κανείς δεν γκρίνιαξε γι' αυτό. Έμειναν όλοι να μιλάνε για το συνωστισμό. Τουλάχιστον εδώ, μια τέτοια μέρα, τη μέρα που η ψυχούλα του έκανε πανιά, είναι ευκαιρία να το θυμηθούμε:
ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ
(Ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης έγραψε το ποίημα αυτό το 1957 για εκείνον τον Κύπριο μαθητή της Ε΄ γυμνασίου που κρεμάστηκε από τους Άγγλους για την εθνική του δράση. Ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι.)
Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ' άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος. Και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ' αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα 'πε κι απλώθηκε σιωπή πα' στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ' εκείνο τ' αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
Φώτης Βαρέλης
Τα "ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΜΝΗΜΑΤΑ", ο τόπος μέσα στις φυλακές της Λευκωσίας όπου θάφτηκε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης μετά τον απαγχονισμό, καθώς η θηριωδία των Εγγλέζων απαγόρευσε ακόμη και ο νεκρός του να παραδοθεί στους οικείους του. Όταν η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της, επιχειρήθηκε η ανακομιδή των λειψάνων όλων των ηρώων της Κύπρου που μοιράστηκαν την ίδια σκληρή μοίρα. 13 συνολικά στον αριθμό. Μεγαλύτερος σε ηλικία ο Κυριάκος Μάτσης. Στα 32 του. Το πιο μικρό ετούτης της παρέας των ανδρείων, ο Ευαγόρας. Στα 19... Δεν τα κατάφεραν όμως. Οι Εγγλέζοι είχαν ποτίσει τα μνήματα με καυστικά οξέα. Να τους λιώσουν και να τους εξαφανίσουν ακόμη κι απ' τους νεκρούς. Τέτοιο μένος και μίσος. Κι έτσι τα παλικάρια έμειναν εκεί. Στην αιώνια και εντάφια συντροφιά τους αξεχώριστοι. Και με τη φωνή του ποιητή να φωνάζει στον επισκέπτη:
"ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΥ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΛΟΓΙΕΤΑΙ."
Αν ποτέ βρεθείτε στη Λευκωσία, μην παραλείψετε να προσκυνήσετε τους τάφους τους. Μα και μην κάνετε το λάθος να αφήσετε δάκρυ να τρέξει. Δε θα το ήθελαν οι ίδιοι:
"Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας. Κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγον ελεύθερο αέρα. Κάποιος που μπορεί να μην τον ξαναδείτε, παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
Θα πάρω μονοπάτια,
Να βρώ τα σκαλοπάτια
Που παν στη Λευτεριά.
Θ' αφήσω αδέρφια, συγγενείς,
τη ΜΑΝΑ, τον ΠΑΤΕΡΑ,
μεσ' στα λαγκάδια πέρα,
και τις βουνοπλαγιές.
Ψαχνοντας για τη λευτεριά,
θα 'χω παρέα ΜΟΝΗ,
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι' άν είναι χειμωνιά,
θαρθεί το καλοκαίρι,
τη Λευτεριά να φέρει,
σε πόλεις και χωριά.
Μα δεν μπορώ να καρτερώ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
Θα πάρω μονοπάτια,
Να βρώ τα σκαλοπάτια
Που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ,
θα μπω σ' ένα παλάτι,
το ξέρω - θαν' απάτη,
δε θάναι αληθινό.
Μεσ' στο παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω τον θρόνο
βασίλισσα μια μόνο
θα κάθεται σ' αυτόν.
Κόρη πανώρια, θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
Μονάχ' αυτό ζητώ."
Αυτό είναι το γράμμα που άφησε ο Παλληκαρίδης φεύγοντας από τα θρανία του σχολειού για το βουνό και για το θάνατο. Το ποίημα έγινε αργότερα τραγούδι: