Το άσπρο σύννεφο

Και ξαφνικά στη στροφή το είδα. Το άσπρο σύννεφο στην όχθη του Καλαμά!


Τι 'ν' αυτό; αναρωτήθηκα. Και έβαλα όπισθεν. Πάρκαρα άρον άρον και έτρεξα να δω και να φωτογραφίσω.


Πουλιά! Πού βρέθηκαν τόσα πουλιά; Και που μόλις με είδαν χύθηκαν τρομαγμένα στον αέρα.



Πετούσαν τσε δω, πετούσαν τσε κει (κατά την ηπειρώτικη έκφραση του από δω κι από κει)... Κι έπειτα δόθηκε σύνθημα για προσγείωση.



Κι αφού κάθισε και το τελευταίο, εγερτήριο εκ νέου. Σε μια χαμηλή πτήση αυτή τη φορά πάνω από το ποτάμι. Και με κρωγμούς και αλαλητά και μυστικά συνθήματα ακατανόητα στα δικά μου αυτιά.


Έπειτα, ώσπου να καταλάβω τι γίνεται, έδωσαν μια και χάθηκαν προς τα βουνά!


Μπήκα κι εγώ στο αμάξι και συνέχισα το δρόμο μου για το χωριό.

Φτάνω και τι να ιδώ; Άσπρες ξέξασπρες οι πίσω ρόδες. Μωρέ; Τι έπαθαν οι ρόδες; Αδύνατον να καταλάβω. Έσκυψα, κοίταξα, τίποτε...

Θυμήθηκα ένα χριτς χριτς που άκουγα σε όλο το δρόμο. Ανησύχησα. Όπως ανησυχούμε για όσα ανεξήγητα μας συμβαίνουν.

Στην επιστροφή ανταμώθηκα με ένα κοπάδι αίγες. Και το βοσκό. Που προσπαθούσε να τις μαζέψει από το δρόμο αλλά στα ... χαμένα.

Έρχεται στο παράθυρο του συνοδηγού:

- Δεν μπορώ να τις ξεκολλήσω από την άσφαλτο. Είναι αλμυρή και τη γλείφουν!

- Αλμυρή; Η άσφαλτος;

- Ναι, αλμυρή. Δεν το 'χω ξαναπάθει αυτό.

- Θα πέρασε κανένα φορτηγό με αλάτι, τον καθησύχασα. Για τον παγετό. Αλατιέρα...

Έφυγα και σφύριζα.

Στο κύμα πάει να κοιμηθεί
δεν έχει τι να φοβηθεί
Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
γλάρος είναι και πηγαίνει

Από πόλεμο δεν ξέρει
ούτε τι θα πει μαχαίρι
Ο Θεός του 'δωσε φύκια
και χρωματιστά χαλίκια

Αχ αλί κι αλίμονό μας
μες στον κόσμο το δικό μας
Δε μυρίζουνε τα φύκια
δε γυαλίζουν τα χαλίκια

Χίλιοι-δυο παραφυλάνε
σε κοιτάν και δε μιλάνε
Είσαι σήμερα μονάρχης
κι ώσαμ' αύριο δεν υπάρχεις

Τα χριτς χριτς συνέχιζαν να ακούγονται. Και πια πρόσεξα και τους κόκκους. Αλάτι. Αλάτι θαλασσινό. Ως κάτω στη Μενίνα. Εκεί που είχα δει τους μικρούς λευκούς ενόχους.

Ποιο φορτηγό; Ποια αλατιέρα; Οι γλάροι. Αυτοπροσώπως κουβάλησαν το αλάτι. Και γέμισε η δημοσιά κι ο τόπος όλος. Ως πάνω στα βουνά. Όταν τινάξαν τις μεγάλες φτερούγες τους...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας