Ησυχία, η πόλη κοιμάται...

Νυχτογραφίες. Όπως λέμε "ακτινογραφίες". Ξαγρυπνώντας πάνω από την άγνωστη πόλη που κοιμάται...

____________________________________________


Με πήρε ο ύπνος κι έγειρα στου ... καναπέ τα μαξιλάρια. Κουρασμένη από το ταξιδάκι της μέρας και με ανία αφόρητη από τις τηλεοπτικές σαχλαμάρες...

Ξύπνησα μέσα στην καρδιά της νύχτας και βρέθηκα εδώ που τώρα γράφω. Μπροστά στην ανοιχτή πόρτα της κουζίνας. Με το κρύο να κάνει αισθητή την παρουσία του. Και κάτω, μπροστά μου, τα νυσταγμένα φώτα της πόλης. Δεν είναι τα φώτα που με εντυπωσίασαν. Κοντεύει πια μήνας που τα βλέπω... Μα η απόλυτη ησυχία. Μόνο το ψυγείο γουργουρίζει πίσω μου. Και τα δάχτυλά μου στα πλήκτρα, τακ τουκ...

Η πόλη όμως μια "ψεύτικη εικόνα". Κοιμάται ακούνητη και αμίλητη.

Αραιά και πού ακούγεται κάποιος μακρινός ήχος αυτοκινήτου ή μηχανής. Ίσα ίσα για να υπογραμμίζει την νεκρή εικόνα.

Και το σκοτάδι ρουφάει τον ορίζοντα ενώνοντας τα άλλα φώτα του στερεώματος με τα ηλεκτρικά φώτα των ανθρώπων. Ένα μπροστά μου ο ουρανός με τ' αστέρια του και η ναρκωμένη πολιτεία. Σςςςςςςςςςςςςς! Ησυχία να μην την ξυπνήσουμε.

Δεν ξέρω τι με πείραξε περισσότερο. Εκείνοι οι άνθρωποι που δεν ήξερα κανέναν τους; Δεύτερη χρονιά να ξεκινάω σε καινούριο σχολείο... Τι αντίθεση με τα είκοσι χρόνια στο ίδιο σχολείο της παλιάς γειτονιάς. Με τα φιλιά και τις αγκαλιές και τα καλαμπούρια. Άγνωστα πρόσωπα, άγνωστες φωνές. Άγνωστος και ο χώρος. Χωρίς μνήμες. Παγωμένη εικόνα κι αυτός...

Ή η «ερμηνεία» της άλλης εικόνας;

Ξύπνησα που λες μέσα στη νύχτα. Και τι άλλο να κάνω; Πόση ώρα να κοιτάω τα ακούνητα και βουβά φωτάκια; Έπιασα να σκαλίζω το ίντερνετ. Μια γάτα που ξενυχτάει και σκαλίζει το μόνο οικείο που της έμεινε... Και βρήκα το άρθρο για την Ακαδημία Πλάτωνος. Και τους Πακιστανούς τους άστεγους που την έχουν κάνει υπαίθριο σπίτι τους. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Τα σπίτια, ξέρετε, έχουν και καμπινέδες. Έχει πια μπόλικους, λέει, και η Ακαδημία του έρμου του Πλάτωνα.

Μια άρρωστη αίσθηση. Το κρύο; Κάτι που έφαγα και με πείραξε;

Μπα. Ήταν εκείνο με τον τούρκο. Κι ας σου είπα: άνθρωποι είναι κι αυτοί... Να είναι και να χαίρονται την πατρίδα τους και τη ζωή τους. Όχι να παντρεύονται τα κορίτσια μας. Τελικά δεν μπόρεσα να γλιτώσω από τα εθνικοπατριωτικά που μου μάθανε; Δεν μπόρεσα.
Και δε με φταίει που ο άνθρωπος είναι τούρκος. Ίδιο το ανακάτεμα από όλα τα μιξ. Ένα συνονθύλευμα που δεν έχει ιστορία... Τι θα γεννήσει; Θα γεννήσει;

Γέννησε. Ναι. Κι ας μην μπορείς εσύ να με παρακολουθήσεις. Πώς θα μπορούσες άλλωστε; Εδώ εγώ και ζαλίζομαι με τις διαδρομές αυτής της νύχτας. Μπροστά στην πολιτεία που τσιμπιέμαι να πιστέψω πως υπάρχει... και την οθόνη του υπολογιστή... Ένα πλάσμα θεϊκό. Η κόρη της παλιάς μου φιλενάδας. Και απίστευτες οι φωτογραφίες της στο φέις μπουκ. Μια νεαρή χορεύτρια σε πόζες που καταργούν τη βαρύτητα. Να πετάει. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Και μια γιαγιά από το ... Ζαΐρ...

Τι είναι όλα αυτά τα παιδιά; Πού ανήκουν;

Φωτάκια κι αυτά μέσα στη νύχτα. Της γης; Του ουρανού; Ποιος ξέρει; Ούτε και τα ίδια...

Το άλλο πλασματάκι το γνώρισα σαν ήρθα εδώ. Ετών τεσσάρων. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο κοριτσάκι. Με δύο ονόματα. Το ένα ξένο. Το άλλο του έλληνα παππού. Σήμερα έμαθα πως η άλλη γιαγιά είναι ... τουρκάλα! Κι ο μπαμπάς; Που τόσον καιρό τον ακούγαμε να μιλάει γερμανικά; Τούρκος λοιπόν.

Δυο φορές έφαγε ξύλο. Η μάνα της. Τούρκο; Να πάρει τούρκο; Τον πήρε...

Η μόνη; Σιγά......

Χτες που λες ανακάλυψα δυο τεράστιες γρατζουνιές στο αμάξι. Δώρο της καινούριας γειτονιάς. Τα αλβανάκια, μου είπες. Πριν μου πεις για τον τούρκο που πήρε την κόρη σου. Τα αλβανάκια; Αυτά τουλάχιστον ζούνε εδώ. Και μιλάνε ελληνικά.

Κι εκεί κάτω που εγώ νομίζω (κι εσύ ίσως... ) πως η πολιτεία κοιμάται, μια εικόνα νεκρή που είπα, γεννιέται αυτό το άγνωστο αύριο. Με παιδιά που δεν ξέρουμε πώς να τα πούμε. Και δεν ξέρουν κι αυτά πού ανήκουν.

Τελικά δεν είναι κάτι που έφαγα. Είναι αυτό το ηλίθιο τριζόνι. Τριιιιιιιι τριιιιιιιιιι μέσα στη νύχτα. Σταμάτησε και το γουργουρητό του ψυγείου. Και μόνο το τριζόνι ακούγεται.

Homa Educandus. Είναι ανορθόγραφο μου είπες. Θυμάσαι;

Ας είναι σου είπα. Μια ανορθογραφία. Που δε χωράει σε λεξικά.

Όπως δε χωράνε και τα παιδιά του σήμερα.

Πίτυς μούνη πάντων δενδρέων πανώλεθρος εξαπόλλυται. Το είπε ο Ηρόδοτος. Σημείωσες. Μπροστά στο μαυρισμένο κουτσούμπι του κήπου. Στην παλιά μας κουκουναριά που έκοψες και δεν πρόκειται να ξαναβλαστήσει.

Εκείνο όμως το κορίτσι βλάστησε. Και κάρπισε. Το μαύρο κορίτσι της τάξης μας.

Θυμάσαι; Που μπαίναμε στον ηλεκτρικό τσούρμο τα κοριτσόπουλα με τις στολές. Κι εκείνη μαζί μας. Κι έχασκαν οι επιβάτες. Τι θέλει μια μαύρη εδώ; Και κατάπιναν τη γλώσσα τους μόλις την άκουγαν να μιλάει. Ελληνικά. Μια ελληνίδα κι εκείνη. Μαύρη; Ναι. Μια μαύρη ελληνίδα. Πατέρας έλληνας. Μάνα από το Ζαΐρ...

Ποιοι είναι οι έλληνες; Ποιοι είναι οι μαύροι;

Εσύ κράτα το ερώτημα. Εγώ τη φωτογραφία. Της μικρής θεάς. Της ιπτάμενης.

Ο ωραίος καρπός του έρωτα! Όνομα ανθρώπου. Είπες. Ωραίος Καρπός. Πατρώνυμο: του Έρωτα! Φαντασία; Καθόλου. Αληθινό πέρα για πέρα...

Σςςςςςςς! η πολιτεία κοιμάται. Ησυχία! Άσε την πολιτεία να κοιμάται. Και να γεννάει.

Κι έπειτα, χαράματα, θα ακούω τη Φωτεινή να φεύγει. Να πηγαίνει κάτω στα τελωνεία. Να εκτελωνίσει όλους τους ρύπους. Η Φωτεινή με τις θάλασσες στα μάτια. Μη με χάνεις. Τελείως πεζά σου μιλάω. Για τη Φωτεινή που μένει στο υπόγειο. Από κάτω... Δεν ακούει. Δε μιλάει. Καθαρίστρια είναι. Στο λιμάνι της πόλης.

Στις οκτώ θα φεύγω κι εγώ. Για το σχολείο. Απέναντι από το λιμάνι. Και η πόλη θα καλημερίζεται φρεσκολουσμένη.

Γάλα. Μια κούπα ζεστό γάλα. Να ηρεμήσει το ταραγμένο μου στομάχι. Έχεις ποτέ ζεστάνει γάλα στο μπρίκι;

Τράβηξα μετά στο μέσα δωμάτιο. Στην κρεβατοκάμαρα. Δε χωρούσαν, ξέρεις, τα βιβλία... Μη με χάνεις. Τελείως πεζά και πάλι σου λέω πως δε χώραγαν τα βιβλία στις βιβλιοθήκες που έφερα. Μείναν βλέπεις αναγκαστικά στην Αθήνα τα ράφια. Κρεμασμένα στους τοίχους. Κι εδώ οι κούτες κλειστές στο πάτωμα για μέρες. Ώσπου το αποφάσισα. Μπήκαν τα λογοτεχνικά πάνω από τη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας. Από κει ξεκρέμασα το Τρένο με τις φράουλες. Του Ξανθούλη.

Να το διαβάζω τις νύχτες που η καινούρια μου πόλη θα κοιμάται. Να λιώνω την ψευδαίσθηση της ψεύτικης εικόνας.

Εκεί κάτω κάτι επιτέλους κουνήθηκε. Το μεγάλο σκουπιδιάρικο του δήμου.

Καληνύχτα Μαργαρίτα. Και καλό σας ξημέρωμα...

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας