It's My Life


Είχαμε μια τεράστια διαφορά ηλικίας οι δυο μας. Εκείνος τον Αύγουστο του ΄45, εγώ τον Δεκέμβρη του ΄59. Ως τότε έμπλεκα με άντρες της ηλικίας μου, λίγο μεγαλύτερους ή και λίγο μικρότερους. Δεν το περίμενα ποτέ πως θα ερωτευόμουν κάποιον που με περνούσε 14 ολόκληρα χρόνια! Και πολύ χειρότερα πως θα ήταν γνωριμία με προξενιό. Και μάλιστα των μανάδων μας. Ομολογώ ότι στην αρχή βγήκα για πλάκα και για να σταματήσει να με ζαλίζει η μάνα μου. Μάιος του 1990. Και πάνω που η ως τότε σχέση μου είχε βαλτώσει και δεν οδηγούσε πουθενά. Το ήξεραν αυτό οι γονείς μου και μου έτρωγαν τα αυτιά να χωρίσω και να βρω κάποιον άλλο που να ταιριάζουμε περισσότερο και να μην τσακωνόμαστε σαν τον σκύλο με τη γάτα. Έτσι λύγισα και είπα το ναι. Να τον δω, να τους πω ότι δε μου κάνει και να με αφήσουν στην ησυχία μου. Μόνο που λογάριαζα χωρίς τον φτερωτό γιο της Αφροδίτης.  Τέτοια σαϊτιά δεν είχα ξαναδεχτεί ως τότε. Αυτό που λένε κεραυνοβόλος έρωτας. Έχασα τον εαυτό μου. Από τη μια στιγμή στην άλλη το παρελθόν έσβησε. Όλοι οι άλλοι έσβησαν. Και υπήρχαμε μόνο εκείνος κι εγώ. Να πέσω στη φωτιά αν μου έλεγε, θα έπεφτα. Εκείνος όμως  δεν έλεγε να μου την πέσει! Κρατούσε  στάση καθαρά φιλική. Ούτε το χέρι δε μου έπιανε.  Πότε έπαιρνε τηλέφωνο να βγούμε, πότε εξαφανιζόταν. Κι εγώ μέσα στα νεύρα, να ψήνομαι και να βασανίζομαι. Δε με αναγνώριζα. Εγώ που ήμουν τσαμπουκάς να έχω καταλήξει στο στόμα έχω και μιλιά δεν έχω; 

Ώσπου έφτασε Ιούλιος. Διακοπές εγώ από τη δουλειά. Διακοπές κι εκείνος. Τότε μου έκανε την πρόταση για διακοπές. Και φυσικά είπα ναι. Ένα μαγικό καλοκαίρι. Στη Νεάπολη Λακωνίας. Στο πατρικό της μητέρας του. Και εξορμήσεις σε όλα τα πέριξ. Πούντα, Σίμος στο Ελαφονήσι, Αμμίτσα, Μονεμβάσια,  Γεράκι, Κυπαρίσσι, Ταΰγετος, Μεσσήνη, Γύθειο, Κύθηρα... Με μουσική δεκαετίας 60 στο κασετόφωνο. Και κάθε βράδυ στα μπαράκια για ποτό και χορό. When a man loves a woman...  Ήταν φοβερός χορευτής. Δεν υπήρχε χορός να μην τον ξέρει. Και ειδικά το ροκ εντ ρολ. Ήταν απίθανος! Ζούσα μαζί του το όνειρο. Και ειδικά από τη στιγμή που μου εξομολογήθηκε  τον έρωτά του. 

Λίγους μήνες αργότερα, τα Χριστούγεννα, μου ήρθε με δαχτυλίδι αρραβώνα. Φυσικά είπα ναι. Άρχισαν και τα οικογενειακά πέρα δώθε. Και τα σχέδια για γάμο. Και τότε ξύπνησα. Εγώ παντρεμένη; Νοικοκυρούλα; Να πλένω, να σκουπίζω και να μαγειρεύω; Και θα κουβαλιόταν στο σπίτι μου; Πώς θα χώραγαν τα πράγματά του στις ντουλάπες μου που ήταν ήδη τίγκα με τα δικά μου; Αυτά άκουσε μια μέρα ο πατέρας μου και μου έκρουσε τον κώδωνα. Πως μάλλον δεν τον πολυθέλω αυτόν τον γάμο. Και βρίσκω αστείες δικαιολογίες. 

Ακόμη σήμερα  δεν ξέρω αν τον ήθελα αυτόν τον γάμο ή όχι. Προτιμούσα μια ελεύθερη σχέση. Περνάγαμε καλά μαζί. Δεν είχαμε αφήσει νησί για νησί και μπαράκι για μπαράκι. Ο γάμος όμως είναι άλλο πράγμα. Ειδικά όταν ο καθένας περιμένει διαφορετικά πράγματα από έναν γάμο. Και ανάλογα με την οικογενειακή του παράδοση. Εκεί που παιδιόθεν μαθαίνεις τον ρόλο σου με πρότυπα τους γονείς σου. Οι δικοί μου ήταν υπερβολικά ελεύθεροι άνθρωποι. Η μάνα μου μια ζωή καπετάνιος  και ο πατέρας μου να την καμαρώνει για τις πρωτοβουλίες της. Και από δουλειές στο σπίτι; Πάντα τις μοιράζονταν. Να κάθεται ο μπαμπάς και η μαμά να κάνει νοικοκυριό; Ποτέ! Ο ένας θα σκούπιζε, ο άλλος θα σφουγγάριζε. Ο ένας θα άπλωνε τα ρούχα, ο άλλος θα τα σιδέρωνε. Σύντροφοι σε όλα. 

Η οικογένεια εκείνου ήταν παραδοσιακή. Είχαν και μια ψυχοκόρη που βοηθούσε τη μητέρα του. Να κάνει ο γιος της  δουλειές του σπιτιού; Απαπαπά! Να πλύνει πιάτα; Να στρώσει το κρεβάτι; Ή ακόμη χειρότερα να βάλει μπουγάδα και να την απλώσει; Και άντε ο καλός μου  να το δεχτεί και να κάνει καμιά δουλίτσα. Μα να μάθει η μητέρα του τέτοιο πράγμα; Εγκεφαλικό θα πάθαινε! 

Κακοκαρδισμένη ήταν όμως και η δική μου μάνα. Καπετάνισσα με ήξερε και τώρα με έβλεπε να μετατρέπομαι σε άβουλο πλάσμα. Μη στενοχωρήσω τον αγαπημένο μου. Και τη μαμά του αγαπημένου μου. 

Εκείνοι όμως ήταν ήδη δυσαρεστημένοι. Γιατί τους ενοχλούσαν οι βόλτες που πήγαινα μόνη μου, η πολιτική μου τοποθέτηση, δεξιοί εκείνοι, αριστερή εγώ,  η ανάμειξή μου με τα συνδικαλιστικά και που δεν ήμουν με το κεφάλι κάτω... 

Τώρα το ξέρω. Πως άλλο ο έρωτας και άλλο ο γάμος. Τότε όμως πόνεσα και έκλαψα πολύ μέχρι να δοθεί ένα τέλος στην ιστορία. Από τη μια δεν άντεχα μαζί του και από την άλλη δεν άντεχα μακριά του. Τρέλα! 

Προσπάθησα να βρω άλλον. Άδικος κόπος. Μόνο για εκείνον  είχα μάτια. Λες και με κρατούσαν αόρατα δεσμά κοντά του. Δεν πα να μου έλεγε η μάνα μου να τον χωρίσω; Δεν πα να μου τον κατηγορούσαν "παππού" οι φιλενάδες μου; Δε πα να νευρίαζα με τη μάνα του και τις απόψεις της; Με τίποτα να ξεκολλήσω. 

Ώσπου ήρθε το τροχαίο. Λίγο έλειψε να σκοτωθώ. Κατά λάθος βγήκα ζωντανή από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου μου. Και αμέσως μετά η μετεκπαίδευση. Δύο χρόνια στο Μαράσλειο. Και ο Λιαντίνης. Και οι άλλοι καθηγητές.  Άνοιξαν τα μάτια μου. Το τετ α τετ με το θάνατο. Και φυσικά οι σπουδές. Άφησα πίσω τον παλιό μου εαυτό. Τελειώνοντας πήρα και την απόφαση να δεχτώ την υποτροφία για ένα ακόμη χρόνο σπουδών στη Λευκωσία. Η πεθερά μου; Έβραζε. Εκείνος όμως δεν τόλμησε να μου πει να μην πάω. Ίσως και επειδή καταλάβαινε ότι και να μου ζήταγε κάτι τέτοιο δε θα το δεχόμουν. 

Πήγα στην Κύπρο, γύρισα από την Κύπρο. Το χάσμα είχε γίνει τεράστιο. Και η κατάθλιψη μαζί. Δε με έφταιγε μόνο εκείνος. Και με βοήθησε να το καταλάβω και ο ψυχίατρος που επισκέφθηκα. Ο αείμνηστος Χρήστος Γιαννάκης, πρόεδρος τότε του Ιατρικού Συλλόγου Αθήνας. Λίγους μήνες μετά, τη μέρα που πέθανε η Αλίκη,  βάλαμε κι εμείς ταφόπλακα στη σχέση μας.  Είχε λέει να νοιαστεί για τη μάνα του, τη θεία του και την ψυχοκόρη τους. Δεν είχε λέει χρόνο και για μένα. Και είχα λέει μιλήσει απότομα στη μάνα του. Όταν μετά το τροχαίο τον έψαχνα στο τηλέφωνο... 

Πέρναγαν τα χρόνια. Αραιά και πού τα λέγαμε στο τηλέφωνο και ακόμη πιο σπάνια βγαίναμε για καφέ. Τα καλοκαίρια όλο και εύρισκε προφάσεις και ερχόταν Αστυπάλαια που μονίμως εκείνα τα χρόνια πήγαινα για διακοπές. Φυσικά δε μέναμε μαζί. Σε κάποιο ενοικιαζόμενο δωμάτιο εκείνος, σε σκηνή στο κάμπινγκ εγώ.  Ώσπου το 2010 έφυγα για την Ηγουμενίτσα. Επιτέλους μετά από χρόνια ήμουν ευτυχισμένη. Και τελείως απαλλαγμένη από εκείνον τον έρωτα που κόντεψε να με τρελάνει. Το Πάσχα του 2012, ήρθα για λίγες μέρες στην Αθήνα. Τον πήρα τηλέφωνο να βρεθούμε για καφέ. Κατεβήκαμε στο Τουρκολίμανο. Εκεί και η φωτογραφία. Από τη μέρα εκείνη. 



Στην επιστροφή, φτάνοντας στο σπίτι μου, έβγαλα από την τσάντα μου ένα κουτάκι με τα κοσμήματα που μου είχε χαρίσει. Δεν ήθελα να έχω τίποτε δικό του. Εξάλλου αυτό είναι και το σωστό όταν χωρίζεις. Τα χρυσαφικά επιστρέφονται. Δεν ήθελε να τα πάρει. Ποιος ξέρει; Ίσως να νόμιζε πως το τηλεφώνημα σήμαινε επανασύνδεση. 

Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Δώδεκα χρόνια πριν. Στην αρχή εξαφανίστηκε. Μετά έβρισκε αφορμές και έπαιρνε κανένα τηλέφωνο μια - δυο φορές τον χρόνο. Αποκαλώντας με πάντα "Μαιρούλα". Πενηντάρα πια κι εκείνος να με λέει Μαιρούλα! Ήταν και η διαφορά ηλικίας. Στα μάτια του ήμουν πάντα η μικρή. 

Δεν τολμούσε να ρωτήσει τι έχω κάνει στη ζωή μου. Αν βγαίνω με άλλον. Στο τέλος κουράστηκα τόσο που δε σήκωνα το τηλέφωνο. Να καταλάβει πως δεν έχει τίποτε να περιμένει. Στο κάτω κάτω δεν του είχα συγχωρέσει ποτέ τη συμπεριφορά του μετά το τροχαίο. Εγώ πήγα να σκοτωθώ, εκείνος πήγε διακοπές για να συνέλθει. Τον έστειλε η μαμά του. Που μου εξήγησε με τη δική της λογική: "Μην κοιτάς που εσύ ήσουν μέσα και δεν κατάλαβες τι έγινε, εκείνος τα έβλεπε απέξω και έχει ταραχτεί!!! Τον έστειλα  διακοπές να συνέρθει ο καημένος!" 

Λίγο καιρό πριν πεθάνει, μου ζήτησε να πάω να την δω. Δεν πήγα. Της είχα πολλά μαζεμένα. Όταν άνοιγε το στόμα της δεν ήξερε τι έλεγε. Κι εγώ ερωτευμένη στο φουλ  τα πρώτα χρόνια,  λέξη δεν έβγαζα. Τα κατάπινα όλα και μετά στο σπίτι μου σπάραζα στο κλάμα. 

Ήταν Πάσχα του 2017. Πήρε, ξαναπήρε τηλέφωνο. Δεν το σήκωσα. Θύμωσε. Και μου άφησε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή που  μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι. Χωρισμένοι πάνω από 10 χρόνια και ξαφνικά μου ζήταγε τον λόγο μήπως βρήκα άλλον και δε σηκώνω το τηλέφωνο! Έλεος!!! Να έχεις περάσει τόσα και να σου ζητάνε και τα ρέστα! 

Δε θυμάμαι τι του απάντησα. Έτρεμα από τα νεύρα. Το νόημα πάντως ήταν να μη ενοχλήσει ξανά! 

Και το έκανε. Ως τον Σεπτέμβρη του 2020. Που ξαφνικά είδα στην οθόνη του κινητού να με καλεί. Γύρισε το μάτι μου ανάποδα. Ο θυμός μου κρατούσε ακόμη. Τόσο που μόλις είδα σε λιγάκι να με ξανακαλεί, του έκανα φραγή. Άει σιχτίρ πια! 

Οι μέρες πέρναγαν. Το σχολείο είχε αρχίσει. Με όλα τα προβλήματα που προκαλούσε η πανδημία. Είχα μια καινούργια τάξη, μια Πέμπτη. Με αρκετά προβλήματα. Είχαμε και καινούργιους συναδέλφους. Κι όπως βγαίνω μια μέρα στο προαύλιο, Δευτέρα μεσημέρι ήταν, βλέπω μπροστά μου έναν από τους καινούργιους δασκάλους και ξαφνικά είχα την αίσθηση πως βλέπω τον παλιό μου αγαπημένο! Τρόμαξα! Τι ήταν αυτό; Το είπα και στον συνάδελφο που με κοίταγε παράξενα έτσι που είχα μαρμαρώσει. Πως μου θύμιζε πολύ κάποιον φίλο μου... 

Γύρισα σπίτι. Κατακουρασμένη. Αλλά και χαρούμενη που επιτέλους είχα αλλάξει καναπέ και κυρίως που αγόρασα και μπερζέρα, ένα όνειρο ετών! Να αράζω και να διαβάζω τα βιβλία μου, να ακούω μουσική, να βλέπω ταινίες. 

Βρήκα και με τι να την σκεπάσω, να μη μου λερωθεί και να μη χαλάσει το βελούδο της. Ένα σεντόνι λουλουδάτο που χρόνια παρέμενε στη ντουλάπα. Ένα σεντόνι από το σπίτι στη Νεάπολη. Από το πρώτο μας καλοκαίρι. Που μου θύμιζε όσα ζήσαμε εκεί. Και που το κράτησα και δεν το γύρισα ποτέ. Αυτό ήταν δικό μου. 

Στην μπερζέρα ήμουν αραχτή εκείνο το βράδυ. 28 του Σεπτέμβρη. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Μια φίλη, συμμαθήτρια από το γυμνάσιο. Μια κοινή μας φίλη αφού ο άντρας της ήταν συνάδελφός του. Κι άλλες φορές με είχε πάρει τηλέφωνο. Όμως εκείνο το βράδυ με το που είδα το όνομά της με χτύπησε αστροπελέκι. Όλα έδεσαν στο μυαλό μου. Και χωρίς να περιμένω να μου μιλήσει τη ρώτησα πρώτη εγώ αν εκείνος είναι καλά. Πάγωσε η κοπέλα. Τι να μου πει; 

Το μεσημέρι, την ώρα που νόμισα ότι τον είδα μπροστά μου, εκείνος ξεψύχαγε στη ΜΕΘ του Θριασίου. Θύμα του κορωνοϊού. Ολομόναχος. Όπως  όλα τα θύματα του covid στην αρχή της πανδημίας. Και την επομένη θα γινόταν η κηδεία του...  

Σοκ! Και ενοχές. Και πόνος. Και θυμός.  Όλα τα στάδια του πένθους. Ακόμη τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, τον θυμάμαι και πονάω. Και για εκείνον και για μένα. Ειδικά όταν ακούω κάποιο από τα αγαπημένα του τραγούδια. Το Satisfaction. Και το It's My Life. Οδηγώντας. Και νύχτα...  

Πέρυσι τέτοιον καιρό ο καρκίνος με έστειλε στη γειτονιά του. Στον ίδιο δρόμο που έμενε. Μόλις ένα τετράγωνο πιο πέρα. Εκεί μου έλαχε να κάνω τις χημειοθεραπείες. Όχι, δεν πιστεύω σε μετά θάνατο ζωή.  Όμως ήταν εκεί. Την ώρα που μόνη μου πάλευα με το θηρίο. Ήταν κι εκείνος εκεί. Ήταν ο μόνος που ήταν εκεί.  Φύλακας άγγελος. Τον ένιωθα. Και η ψυχή μου γαλήνευε. Επιτέλους. Μετά από 30 τόσα χρόνια...








Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας