ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΝΤΙΚΙΑ

Παλιά ιστορία...  γραμμένη εφτά χρόνια πριν:

Γιατί ήρθα εδώ;

Γιατί άφησα πίσω μου την Αθήνα;

Χίλιοι λόγοι. Μα σίγουρα δεν το έκανα για τις γάτες. Δεν ήρθα να τις ταΐζω τους μήνες του χειμώνα που ο πατέρας λείπει. Οι γάτες είναι το πρόσχημα. Εξάλλου γάτες μπορεί να έχει κανείς και στην Αθήνα. Εγώ όμως ποτέ δεν είχα ζώο, μετά τη Ριρή, μέσα στο σπίτι. Ούτε εκείνη ξαναμπήκε σε σπίτι, ούτε κι εγώ έβαλα άλλο ζωντανό.

Μπήκαν όμως προχτές μόνα τους... Δυο ποντίκια! Δυο τόσο δα ποντικάκια.

Δεν είχα ξαναδεί ποντίκι ζωντανό. Και χρειάστηκε με την πρώτη κιόλας συνάντηση να σταθώ ιδιαιτέρως αγενής μαζί τους. Βρε μπας και έχουν δίκιο να με κατηγορούν; Για απαξίωση και άρνηση να ανταποδώσω τη συμπάθεια;

Πήρα τη μεγάλη ομπρέλα, δεν είχα τίποτε καλύτερο, και τους έδειξα την έξοδο. Για τα ποντίκια μιλάω. Που τρυπώσανε στο σπίτι μου.

Την άλλη μέρα ενημέρωσα τη σπιτονοικοκυρά. Τη κυρα - Μαριόλα. Μαριόλα τη λένε και είναι...

Μαριόλα λέγανε κι εκείνο το τραγούδι. Που της αφιέρωσε της Ρόης ο αδερφός μου. Στερνό αντίο από την εκπομπή που εκείνη έβρισκε πάντα χρόνο να ακούει. "Σήκω Μαριόλα μ' απ' τη γη"...

Και η κυρα - Μαριόλα σαν άκουσε για ποντίκια μέσα στο σπίτι έπαθε ταραχή. Τριάντα χρόνια εδώ, μου είπε, δεν είδαμε ποτέ ποντίκι. Μόνο τον καιρό που χτίζανε τις πολυκατοικίες δίπλα και έσκαψαν τα θεμέλια, πετάχτηκαν πολλά ποντίκια έξω από τη γη...

- Κάτι σου έκλεψαν! Μου είπε. Για να σου μπουν ποντίκια, κάτι σου έκλεψαν!!!

Την άλλη μέρα μου κουβάλησε ποντικοπαγίδες. Τις έστησα σε διάφορες γωνιές. Πέρασαν τόσες μέρες, πουθενά άλλο ποντίκι! Ακόμη και στο διάδρομο του κτιρίου. Κι ας μένει συνέχεια η πορτούλα ανοιχτή προς το δρόμο και η άλλη προς τον κήπο. Η κυρα - Μαριόλα φαίνεται να έχει δίκιο.

Και όμως εγώ τα είδα τα ποντίκια. Και δύο μάλιστα. Δεν τα φαντάστηκα!

Το ένα, το πρώτο, το έπιασα με την άκρη του ματιού την ώρα που ξαπλωμένη έβλεπα τηλεόραση στο σαλόνι. Με το φως σβηστό. Είδα μια σκιά να τρέχει ανάμεσα στις παντόφλες μου και να χάνεται κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού!!!

Άναψα το φως. Παιδεύτηκα αρκετά να βρω τι ήταν και πού. Το ποντίκι είχε κιόλας βγει στο διάδρομο και είχε κρυφτεί πίσω από τις κούτες που έμειναν εκεί χωρίς χώρο στη βιβλιοθήκη να αδειάσουν το περιεχόμενό τους...

Παιδεύτηκα και να του εξηγήσω πως πρέπει να βγει έξω. Ευτυχώς είχα προλάβει να κλείσω όλες τις άλλες πόρτες και μόνο η κεντρική πόρτα του διαμερίσματος του έμενε. Βγήκε. Κι εγώ ανάσανα...

Δυο ώρες μετά στην κουζίνα. Με τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή για το τσιγάρο. Και έξω να βρέχει καρεκλοπόδαρα. Διάβαζα όρθια την ομιλία μου για τη συνέλευση που είχα την άλλη μέρα. Και τότε είδα το άλλο. Να τρέχει στο πάτωμα δίπλα στα ντουλάπια της κουζίνας. Κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό.

- Λόχος από ποντίκια;;; Θεούλη μου, φώναξα, δεν είχα αυτό στο νου μου όταν αποφάσιζα να έρθω εδώ!

Έπειτα, ήθελα δεν ήθελα, ακολούθησα την ίδια μέθοδο. Με την ομπρέλα και πάλι. Να το κυνηγάω να το ξετρυπώσω και να μην το βλέπω πουθενά. Υποθέτω πως είχε κρυφτεί στο ψυγείο. Στο κενό που έχει στο πίσω μέρος για το μοτέρ.

Έβγαλα την μπρίζα και τράβηξα το ψυγείο. Τίποτα. Αλλά κάπου ήταν!!! Άρχισα να χτυπάω τα τοιχώματα του ψυγείου. Ώσπου σε μια στιγμή νά το!!!

Τώρα η έξοδος ήταν η μπαλκονόπορτα. Βγήκε εκείνο τρέχοντας στη βεράντα, βγήκα κι εγώ. Κλείνω πίσω μου και τη σίτα. Αυτό κρυμμένο πίσω από το γιασεμί. Τραβάω τη γλάστρα. Τι να κάνω; Μπορούσα να το αφήσω εκεί;

Έτρεξε στην άκρη του μπαλκονιού. Το φοβέριζα με την ομπρέλα. Τίποτε. Ήταν βλέπεις και η βροχή.

Χρειάστηκε να το σπρώξω με τη μύτη της ομπρέλας. Σάλτο μορτάλε. Μπορεί και όχι. Τα ποντίκια κολυμπούν, μου είπαν...

Την άλλη μέρα, που στέγνωσαν τα νερά στον κήπο, ποντίκι δε βρέθηκε.

Κι εδώ η σίτα μένει πάντα κατεβασμένη. Και να θέλει να ξανάρθει, θα βρει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα!!!

Μωρέ. Τα είδα τα ποντίκια. Δύο ήταν; Το ίδιο δυο φορές; Πάντως δεν το φαντάστηκα.

Η Μαριόλα όμως επιβεβαιώθηκε. Πως εδώ δεν είναι πέρασμα ποντικιών.

Και το ζήτημα είναι να εντοπίσω τι έκλεψαν. Τι μου έκλεψαν;

Όλα και να τα κλέψουν ένα δεν μπορούν. Να πάρουν τη θάλασσα από τη θέση της.

Όπως δεν μπορεί κι ο θάνατος ακόμη να μας κλέψει τη μνήμη εκείνων που αγαπήσαμε.

Τι μένει; Οι ίδιοι οι άνθρωποι να "κλέψουν" και να καταστρέψουν όσα νιώθεις για εκείνους.

Οι άνθρωποι όλα τα μπορούν. Να σκοτώσουν τα ζώα που αγαπάς. Να σκοτώσουν και την αγάπη που τους πρόσφερες.

Ποιες γάτες; Και ποια ποντίκια;

Οι άνθρωποι. Αυτό είναι το ζητούμενο. Που πολεμάς να τους καταλάβεις και πέφτεις έξω συνέχεια.

Γιατί έφυγα από την Αθήνα; Γιατί εκεί περίσσευαν οι άνθρωποι. Έχει κι εδώ. Ανθρώπους.

Εδώ όμως περισσεύουν τα άλλα. Και είναι σε απόσταση αναπνοής. Η θάλασσα. Οι γάτες. Ακόμη και τα ποντίκια...


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ 


Αναδημοσίευση λόγω νοσταλγίας. Τώρα που κοντεύουν 4 χρόνια που γύρισα πίσω στο τσιμέντο... 

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας