Μετακομίζουμε


Μετακομίζουμε...

τι σημαίνει μετακομίζω; Μόνο κούτες; Μόνο κουβαλάω τα συμπράγκαλά μου από το ένα σπίτι στο άλλο; Αμ δε...

Η μετακόμιση είναι κάτι πολύ περισσότερο, που δε χωρά σε συσκευασίες και δεν τελειώνει μαζί με τα χιλιόμετρα που χωρίζουν τον έναν τόπο από τον άλλο.

Και ούτε ξέρω πόσο χρόνο χρειάζεται να ολοκληρωθεί. Γιατί φτάνεις στο νέο σπίτι και παραμένεις με τις συνήθειες του παλιού. Και με πόνο. Όσο και αν την ήθελες την αλλαγή. Η δύναμη του καθημερινού βλέπεις. Και των μικρών πραγμάτων. Που δίχως να το καταλάβεις δένεσαι μαζί τους και γίνεσαι ένα.

Μου λείπουν τώρα όλα αυτά. Η γωνιά που έγραφα. Ο καθρέφτης που έλεγα το καλημέρα κόσμε... Το κρεβατάκι που αποχαιρετούσα την κάθε μέρα. Και πόσα ακόμη...

Τι σημασία έχει αν είναι ωραία εδώ; Και η φοβερή θέα; Και η θάλασσα. Και τα ηλιοβασιλέματα; Χάθηκε όμως το οικείο. Και νιώθω αποκομμένη και ξένη. Με τα πράγματα και με τους ανθρώπους.


Ειδικά σε έναν τόπο όπως η Ηγουμενίτσα. Δεν ξέρεις τις σταθερές του, δεν ξέρεις σε τι να προσαρμοστείς. Δεν έχει ραχοκοκαλιά ο τόπος αυτός. Οι μισοί, μην πω και περισσότεροι, είναι ξένοι και φερτοί. Κυρίως από Γερμανία.


Ο τόπος μας χτυπήθηκε άγρια από τη μετανάστευση. Άδειασε τα χωριά μας η Γερμανία. Λίγο μετά τον εμφύλιο. Τώρα, οι νεότερες γενιές, έχουν πια την οικονομική δυνατότητα να έρχονται στην πατρίδα κάθε καλοκαίρι. Και οι παλιοί, η πρώτη γενιά μεταναστών, βρήκαν τα χρήματα να χτίσουν σπίτια. Κυρίως στην Ηγουμενίτσα. Σιγά μη γύριζαν στα χωριά. Ποιος μπορεί να ζήσει ανθρώπινα στα χωριά της Θεσπρωτίας; Εκτός εξαιρέσεων... Εκείνων των λίγων χωριών που είναι στα παράλια και κοντά στα αστικά κέντρα.


Η σπιτονοικοκυρά μου είναι κι αυτή από Γερμανία. 28 χρόνια στη Γερμανία. Πήγε νιόπαντρη και γύρισε με άσπρα μαλλιά. Τώρα χαίρεται τα σπίτια της και της λείπουν τα παιδιά της. Τα βλέπει μόνο τα καλοκαίρια. Ένας λόχος παιδιά και εγγόνια παρελαύνουν εδώ κάθε καλοκαίρι. Τουρίστες στον τόπο τους...

Κάθεσαι λοιπόν στο μπαλκόνι και περισσεύουν στον αέρα τα "νάιν" και τα άλλα γερμανικά που δεν καταλαβαίνω.


Και Αλβανοί. Περισσεύουν και αυτοί. Ένα βήμα η Αλβανία από δω. Είναι οι μόνιμοι, που έχουν πια δεκαετίες στην Ελλάδα, είναι και εκείνοι που πετιούνται αυθημερόν. Πας στην παραλία και νααααααα τα αυτοκίνητα με τις αλβανικές πινακίδες.


Και Βούλγαροι έρχονται. Η Εγνατία ένωσε την Ηγουμενίτσα και με τη Βουλγαρία. Καραβάνια ολόκληρα κατεβαίνουν τα σαββατοκύριακα από τη Βουλγαρία στις ξανθές ακρογιαλιές της Ηπείρου.


Άσε τους Ιταλούς. Παλιά συνήθεια αυτοί. Μπαίνουν στο καράβι και τσουπ φτάνουν Ηγουμενίτσα.

Χτες βράδυ πήγαμε στα Σύβοτα. Και απορούσες με τον τόσο κόσμο. Ούτε στα στενά της Μυκόνου τέτοια κοσμοπλημμύρα. "Αυτά βλέπει ο Παπανδρέου", είπες... Και σου ζήτησα να στήσεις αυτί. Να ακούσεις τη γλώσσα τους. Ελάχιστοι οι Έλληνες.

Και μη νομίζεις πως αφήνουν και τίποτε σπουδαίο στον τόπο. Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα και ίδια οικονομικά χάλια έχουν και οι μακαρονάδες. Παίρνουν που λες ένα τροχόσπιτο, το φορτώνουν με όλα τα απαραίτητα, και αριβάρουν στο Ελλάδα. Την στήνουν στις παραλίες και με το τίποτα κάνουν διακοπές. Διαμαρτύρονται οι ντόπιοι, μα ποιος τους ακούει;

Εγώ, αναρωτιέμαι, πού ακριβώς να εγκατασταθώ; Λίγοι οι τρελοί σαν ελόγου μου. Που άφησαν την Αθήνα για να γυρίσουν εδώ. Σε κοιτούν με καχυποψία. Γιατί γύρισες; Σαν να φοβούνται μην τους κλέψεις τα κεκτημένα... Από το δρόμο που παρκάρεις, έχει πρόβλημα η πόλη στο παρκάρισμα και ένα αυτοκίνητο παραπάνω στη γειτονιά δεν είναι ευχάριστο, μέχρι και στον ΟΤΕ... Καινούριος συνδρομητής; Ποιος σε έχει ανάγκη;


Μα τι νόμιζες; Θα σου έστρωναν το κόκκινο χαλί γιατί εσύ αποφάσισες να γυρίσεις στα πάτρια; Μπααααααααα!!! Είσαι ξένο σώμα. Και θα μείνεις για πολύ ακόμη. Τουλάχιστον μέχρι να καταλάβουν γιατί το έκανες.

Εντάξει, δεν είναι όλοι έτσι. Όπως και να έχει όμως εσύ αισθάνεσαι ξένος. Και σε μια κατάσταση ρευστή και άγνωστη που δεν μπορείς να διαχειριστείς. Όχι όπως ήξερες, μονολογείς, όπως βρήκες...


Ακόμα και όταν περπατάω στο δρόμο. Αυτοί γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Καλημερίζονται, χαριεντίζονται. Εγώ δεν ξέρω κανέναν. Και είναι και ο φόβος. Πως κάποιοι σε ξέρουν χωρίς εσύ να τους γνωρίζεις. Οι ρίζες της οικογένειας βλέπεις. Δεν τολμάς ούτε να βήξεις. Θα το σημειώσουν κι αυτό. "Η καινούρια βήχει!"


Προχτές, που λες, κρεμιέται μια γειτόνισσσα στα κάγκελα:


- Από πού είσαι εσύ; ρωτάει στην ψύχρα.


Της λέω. Και τονίζω πως έχω ζήσει στη Θεσπρωτία ως την πρώτη γυμνασίου. Να μη με βλέπει ξένη τελείως. Έχω κι εγώ δικαιώματα εδώ.


Ανακαλύπτουμε πως με ξέρει από τότε. Ξέρει και όλη την οικογένεια. Διευθυντής ο πατέρας της στο σχολείο που τελείωσα το δημοτικό. Δάσκαλος και ο άντρας της.

- Καλός δάσκαλος ο άντρας της, με ενημερώνει ο πατέρας.

Η άλλη κοινή συνισταμένη όμως ανήκει στα δυσάρεστα. Σ' αυτά που κανείς δε θέλει να θυμάται. Ο κόσμος όμως είναι μικρός. Κι εδώ ακόμη μικρότερος. Σε γνωρίζουν και δεν τους γνωρίζεις... Να προσέχουμε λοιπόν και στο μπαλκόνι. Μη βήξουμε. Μη βγούμε αχτένιστες. Είσαι στο μικροσκόπιο.


Πού μένεις; Σε ρωτάν... Και δεν τους φτάνει ο δρόμος. Ποιος μένει δίπλα σου; Έτσι συνεννοούνται. Έτσι έμαθα κι εγώ ότι μένω στα Μπεζέικα. Τη γειτονιά του πρώην υπουργού... Και στην πορεία ανακάλυψα πως είναι πασίγνωστη και η σπιτονοικοκυρά μου. Έφερα ψυγείο; Βρέθηκε γνωστός ο καταστηματάρχης με τη σπιτονοικοκυρά. Έφερα κρεβάτια; το ίδιο... Αυτοί γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους!!!


Όπως καταλαβαίνεις δε θα μπορέσω να σε φιλοξενήσω στο σπίτι. Εκατό μάτια θα βλέπουν που θα μπεις. Και εκατό αυτιά θα τεντώνονται να ακούσουν τι λέμε και τι κάνουμε.


Δεν το ήξερες πως έτσι είναι η επαρχία; Ε; Δεν έζησες και σε καράβι; Το ίδιο είναι. Ένας μικρόκοσμος με τους δικούς του κανόνες κι εσύ σαν τη μύγα μες στο γάλα...

Και πάλι όμως σκέφτομαι μήπως και αδικώ την όλη κατάσταση. Μήπως βιάστηκα να ξεχάσω τι άφησα πίσω. Θα ξαναγύριζα εκεί; Φυσικά και όχι... Εδώ!!!!!! Εδώ είναι ο καινούριος μου τόπος. Και θέλω δε θέλω θα τον συνηθίσω. Θέλω δε θέλω θα ολοκληρώσω τη μετακόμιση. Και θα γίνω κι εγώ ένας σπόνδυλος στο ασπόνδυλο σώμα της Ηγουμενίτσας.

Σε λίγο θα φύγουν και οι "γερμανοί"... Και όλοι οι άλλοι παραθεριστές. Η πόλη θα βρει το ρυθμό της και η προσαρμογή θα είναι πιο εύκολη. Θα φύγει αυτό το αίσθημα πως είμαι εδώ για διακοπές. Οι βροχές θα μας κλείσουν στα σπίτια και δε θα κινδυνεύω από τις γειτόνισσες που κρέμονται στα μπαλκόνια. Λέω δηλαδή και ελπίζω να γίνει έτσι. Γιατί είναι και η δουλειά. Που αρχίζει σε μία εβδομάδα. Κι εκεί ούτε που ξέρω τι δυσκολίες ένταξης και ενσωμάτωσης θα συναντήσω...

Κι έπειτα θα έρθει πάλι η Αθήνα. Στις εκλογές και αναγκαστικά... Εκεί θα είναι το καλαμπούρι. Που ξένη θα νιώσω, το ξέρω, στην πόλη που έζησα σαράντα χρόνια. Ξεκομμένη πια από τους δικούς της ρυθμούς και με χαμένο το αίσθημα του ανήκειν.

Πού ανήκω;

Ευκαιρία να ανήκω μονάχα σε μένα. Όπως και η ζεστασιά των επίπλων του σπιτιού. Τα δωμάτια ξένα, τα έπιπλα όμως κομμάτι δικό μου. Ο ίδιος καναπές, η ίδια τηλεόραση, η ίδια τραπεζαρία. Και το τραπεζομάντιλο ίδιο. Είναι μια σιγουριά και ένα σημείο αναφοράς στο οικείο. Μια βάση να στεριώσω την καινούρια ζωή. Σου φαίνεται αστείο;


Πρέπει να το ζήσεις για να καταλάβεις τι σου λέω. Πως ακόμη και τα βιβλία φρόντισα να τα βάλω στα ίδια ράφια. Μια ψευδαίσθηση πως η μετακόμιση δεν έγινε; Μπα... είναι το σύνδρομο της χελώνας. Και πως δεν ήρθα μόνη και άγνωστη ανάμεσα σε ξένους. Ένα κουκούλι αυτοπροστασίας. Κι εγώ μεταξοσκώληκας που στο κουκούλι αυτό θα κλειστεί για να υφάνει τη νέα ζωή...

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας