Το ύστατο χαίρε στο Χρυσόστομο Λαμπρίδη

Ήταν όλοι εκεί χθες. Όλοι όσοι τον αγάπησαν και όλοι όσους αγάπησε κι εκείνος. Λίγοι, ελάχιστοι, εκείνοι που η απόσταση ή η υγεία τους δεν επέτρεψε να παρευρεθούν και μεγάλο το παράπονό τους που δεν τα κατάφεραν να πουν το στερνό αντίο στον ξεχωριστό άνθρωπο Χρυσόστομο Λαμπρίδη.

Νεκροταφείο Παπάγου, Αθήνα. Μεσημέρι Σαββάτου, 7 Μαρτίου 2009.

Η σύντροφος της ζωής του, φανερά συντετριμμένη - και πώς να μην είναι; σπάνια έχουμε γνωρίσει τέτοια ζευγάρια σαν τη θεία Αφροδίτη και τον Τσιώμο της. Γνωρίστηκαν τη μέρα που εκείνη έχασε τον πατέρα της. Στη χώρα του Νείλου. Κοριτσάκι ακόμη εκείνη στα 17 της. Ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου τη μέρα του Αη - Δημήτρη του '47. Χωρίς τον πατέρα της η νύφη, χωρίς κανένα συγγενή δίπλα του ο γαμπρός. Όλοι μακριά, στην Ελλάδα...

Πρόλαβαν και γιόρτασαν τους χρυσούς τους γάμους, το '97. Όπως χρυσά ήταν και τα χρόνια που έζησαν μαζί. Αχώριστοι πάντα και σπάνιες οι φορές που οι υποχρεώσεις τούς ανάγκασαν να μείνουν για λίγο ο ένας μακριά από τον άλλο. Κι έπειτα ήρθαν τα δύσκολα χρόνια του τέλους και της αρρώστιας. Κερί αναμμένο εκείνη δίπλα του. Κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει για βοήθεια. Και πικράθηκε πολύ που την πιέσανε να πάρει μια κοπέλα, όταν η κατάστασή του βάρυνε. "Τίποτα δεν έκανα για το Χρυσόστομο", έλεγε χτες βουρκωμένη. Και όμως εμείς ξέρουμε πως άλλη γυναίκα δεν έκανε για τον άντρα της όσα η θεία Αφροδίτη. Του στάθηκε όχι μόνο σύζυγος αφοσιωμένη για εξήντα και πλέον χρόνια αλλά και μάνα στοργική στη θέση της μάνας που εκείνος έχασε νωρίς. Η ορφάνια και των δύο και η ξενιτιά έπλεξαν το χρυσό δαχτυλίδι του αρραβώνα τους και τους έφεραν τόσο κοντά που ο βιογράφος του, ο κ. Νίκος Υφαντής να γράψει:

"Η πορεία της ζωής τους ταυτίστηκε απόλυτα. Η ψυχή του ενός υπεισήλθε στην ψυχή του άλλου και απετέλεσαν ένα αρμονικό σύνολο."

Την ίδια την ψυχή της κήδευε χτες η θεία Αφροδίτη. Όρθια σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της τελετής, χαϊδεύοντας τρυφερά το φέρετρο που έκλεινε μέσα την καρδιά της. Δίπλα της στήριγμα και στη θέση πια του πατέρα του ο Χρήστος. Να την αγκαλιάζει, να προσπαθεί να βρει λόγια παρηγοριάς για να αντέξει το θέλημα της μοίρας.

Δίπλα της και η μοναχοκόρη της, η Ρόη. Και η Βαλέρια, η νύφη της. Και τα εγγόνια της, η Αθηνά, ο Άρης, η Τατιάνα και ο Γιώργος.

Εκεί και τα άλλα πολυαγαπημένα πρόσωπα της οικογένειας, εκείνοι που μοιράστηκαν μαζί τους τα χρόνια της ξενιτιάς περισσότερο και από συγγενείς. Η κ. Ντίνα και τα παιδιά της, ο Θεόδωρος και ο Θωμάς. Στη θέση του συνεταίρου - αδερφού πες - του θείου Χρυσόστομου, μα πρόωρα χαμένου Κώστα Φώτση. Και από τον άλλο συνεργάτη και αδερφό, τον αξέχαστο Σταύρο Μάκο και την συντρόφισσά του, την Αντωνία, ήρθε η Πόλυ, η μικρότερη εκείνης της μεγάλης οικογένειας που μοιράστηκε τόσες χαρές και άλλες τόσες πίκρες εκεί κάτω στο Κάιρο. Εκεί που τώρα βρίσκεται μονάχα η Τούλα, η αδερφή της. Η τελευταία Πολυδροσίτισσα στη χώρα του Νείλου, στη χώρα που τόσο πολύ στήριξε το Πολύδροσο σε δύσκολες εποχές, όπως σημειώνει στο βιβλίο του ο Ν. Υφαντής.

Κι εμείς, που δε ζήσαμε εκεί κάτω, στην Αίγυπτο, αλλά νιώσαμε και βιώσαμε τη στοργή των ξενιτεμένων για το χωριό μας, τους βλέπαμε χτες και με τα φτερά της φαντασίας γυρνούσαμε πίσω στο χρόνο. Εκεί που όλοι αυτοί οι άνθρωποι σφυρηλάτησαν μια ξεχωριστή σχέση μεταξύ τους, ένα δεσμό ακατάλυτο. Όχι μόνο φιλίας μα με όρκο βαρύ δέθηκαν, όρκο να φανούν χρήσιμοι στην κοινή τους γενέτειρα, το μικρό Πολύδροσο Θεσπρωτίας.

Ψυχή τους και σημείο αναφοράς ήταν ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης. Γιατί εκείνος είχε την ιδέα και την έμπνευση να πορευτούν αγκαλιασμένοι. Σε γράμμα του γραμμένο το 1945 από την Αθήνα, διαβάζουμε:


"Ούτε εσύ μόνος σου θα επιτύχεις, ούτε εγώ χωρίς εσένα."


Αυτά έγραφε και αυτά πίστευε ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης εν έτει 1945. Στο φίλο του και συγχωριανό του Κώστα Φώτση. Φαντάρος ακόμη στην αεροπορία της πατρίδας του, που εθελοντής της έσπευσε να καταταγεί μόλις ξέσπασε ο πόλεμος του ΄40 και ας ζούσε στο εξωτερικό. Κι ας μην ήταν ούτε είκοσι χρονών...

Αυτό το γράμμα του διαβάζαμε χτες μετά την κηδεία, στο δικό μας μνημόσυνο της ψυχής του, προσπαθώντας έστω και την ύστατη ώρα να καταλάβουμε λίγο από το μεγαλείο του ανθρώπου που αποχαιρετούσαμε.

Ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης υπήρξε ο άνθρωπος του συλλογικά αγωνίζεσθαι και για το κοινό καλό. Μπορεί να σταμάτησε νωρίς το σχολείο, μόλις το δημοτικό πρόλαβε να τελειώσει, μα ο λόγος του ήταν τόσο φωτισμένος και τόσο πύρινος που τίποτε να μην έχει να ζηλέψει από τους ανθρώπους του πνεύματος. Όμως είναι κρίμα που η ζωή στάθηκε σκληρή μαζί του και τον έριξε στη βιοπάλη από παιδάκι. Ετών 12 έβγαλε το πρώτο μεροκάματο. Στα 15 ήταν κι όλας μετανάστης. Αλλά και έτσι ακόμη κατάφερε να συμπληρώσει τις λιγοστές του γνώσεις σπουδάζοντας τις νύχτες ξένες γλώσσες. Εκεί χαλούσε το μικρό μισθό του. Πληρώνοντας τις σπουδές που η ζωή του στέρησε.

Εκείνος όμως καθόλου δε στέρησε τον πρώτο του δάσκαλο από ευγνωμοσύνη και στοργή. Φωτεινό παράδειγμα στάθηκε και στον τομέα αυτό, τιμώντας όσο σπάνια ένας μαθητής τον πρώτο του δάσκαλο, τον Νικόλαο Μπίτσα. Που πρέπει νομίζω και εμείς να του αναγνωρίσουμε πολλά για το φαινόμενο Χρυσόστομος Λαμπρίδης. Γιατί οι δικές του νουθεσίες, τα δικά του λόγια, έχτισαν στην ψυχή του μαθητή του ένα όραμα ζωής που σε ελάχιστους ανθρώπους έχουμε ξαναδεί. Και κυρίως αυτό: Τεράστια αγάπη για τον άνθρωπο και τον τόπο του.

Και όχι αγάπη με λόγια. Ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης υπήρξε ο άνθρωπος της πράξης. Το έργο του αδύνατον να κλειστεί σε λέξεις. Ξεκινώντας από τη ριζική αναμόρφωση του μικρού χωριού του, που έφτασαν να το λένε το Παρίσι της Θεσπρωτίας, και φτάνοντας να πρωτοστατήσει στη δημιουργία γηροκομείου για τους άπορους γέροντες Αιγυπτιώτες και να συνδράμει αποφασιστικά στη δημιουργία ιδρύματος για Σπαστικά Παιδιά στη Ζίτσα.

Ένα έργο που στάθηκε παράδειγμα προς μίμηση, συμπαρασύροντας σε δημιουργία και κοινωνική προσφορά όλους. Αυτό και το μεγάλο προσόν του Χρυσόστομου Λαμπρίδη. Όσοι δεν τον γνώρισαν, έτσι πρέπει να τον φανταστούν: Έναν αθλητή που τρέχει όχι για να κόψει πρώτος το νήμα αλλά ξεσηκώνοντας τους θεατές να αφήσουν τις κερκίδες και να κατεβούν στο στίβο μαζί του. Χέρι χέρι να τρέξουν αγκαλιασμένοι. Μαζί να γευτούν τη χαρά της νίκης.

Σε μια εποχή που βασιλεύει ο ατομισμός, φαινόμενα σαν το Χρυσόστομο Λαμπρίδη όχι μόνο σπανίζουν μα είναι και μοιραίο να φαίνονται ακατανόητα σε πολλούς. Το γνώριζε και ο ίδιος, πως δεν μπορούσαν οι άλλοι εύκολα να καταλάβουν τι έκανε... Ου γαρ οίδασι, μας έλεγε αρκετές φορές πικραμένος από τέτοιες συμπεριφορές. Κι άλλοτε πάλι, όταν διέκρινε αδελφές ψυχές, με παιδικό ενθουσιασμό αγκάλιαζε και ενεθάρρυνε και διευκόλυνε. Σαν πατέρας και σαν δάσκαλος για όποιον είχε την ίδια φλόγα στην ψυχή.

Πήραμε πολλά από εκείνον. Τόσα που και ο ίδιος δε γνώριζε. Υπήρξε πρότυπο και παράδειγμα, φάρος αληθινός. Όχι μίμησης τυφλής. Γιατί και ο ίδιος δε μιμήθηκε κανέναν. Ελεύθερα τράβηξε το δρόμο του. Ακόμη και επαναστατώντας σε ταμπού και δεσμεύσεις. Παιδάκι ακόμη πήρε το δρόμο της ξενιτιάς παρά το αντίθετο θέλημα του πατέρα του. Για εκεί που τον καλούσε η φωνή της καρδιάς του. Δε λύγισε ακόμη και όταν εκείνος τον ξυλοφόρτωσε, θυμωμένος από την ανυπακοή του. Χωρίς καμία βοήθεια, χωρίς κανένα στήριγμα, τράβηξε για το όνειρο. Και πέτυχε. Κάνοντας όλους να μείνουν με ανοιχτό το στόμα από την επιτυχία.

Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Θα σου πω τι σημαίνει για μένα, που δεκαετίες αργότερα έκανα τη δική μου μικρή επανάσταση ακολουθώντας το δικό μου όνειρο. Θεατής κι εγώ στο στάδιο που πρωταγωνιστούσε ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης. Και όμοια είδα αναρίθμητους θεατές να εγκαταλείπουν την κερκίδα και να ορμούν μπροστά. Με μόνο όπλο τη θέληση. Όπως εκείνος. Και χέρια ανοιχτά, όπως εκείνος. Όχι μόνος του ο καθένας. Όλοι μαζί. Και με το βλέμμα στραμμένο στην ιερή υποχρέωση: Να σώσουμε τον κόσμο... Όπως ακριβώς και εκείνος.

Γι' αυτό και η κηδεία του χτες δεν ήταν μοιρολόι θλιβερό. Ήταν - και μη φανεί παράξενο - γιορτή και πανηγύρι. Η τελευταία γιορτή και το τελευταίο πανηγύρι που μας κάλεσε ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης. Σαν τη γιορτή που πανηγυρίζουν οι άνθρωποι τον τερματισμό του αθλητή. Την ώρα ακριβώς που κόβει το νήμα. Έτσι ακριβώς την ένιωσα χτες την κηδεία του. Και την περηφάνια όλων ένιωσα να ξεχειλίζει, που ήταν εκεί, που είδαν και γεύτηκαν τον τεράστιο άθλο του.

Φτάσαμε στο νεκροταφείο πρώτοι με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου, ο μικρότερος αδελφός του Χρυσόστομου, ήθελε και έπρεπε να είναι εκεί πρώτος. Για να τον καρτερέσει για στερνή φορά. Και για να του προσφέρει το ελάχιστο που ζήτησε εκείνος: Λίγο χώμα από το πατρικό...

Στην άδεια ακόμη εκκλησία αποχαιρετίστηκαν τα δυο αδέρφια. Στιγμές που δεν περιγράφονται αλλά και δε μοιράζονται με άλλους.

Κι έπειτα έφτασε η πιστή του σύντροφος. Στηριγμένη στην αγκαλιά του γιου της. Κι έπειτα η κόρη του και τα εγγόνια του. Δεν άντεξα να μείνω εκεί. Ένιωσα πως χρωστούσαμε να αφήσουμε τους πιο κοντινούς του για λίγο έστω μόνους με εκείνον.

Ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να έρχεται. Η θεία Γκέλω, τα ξαδέρφια... Ακόμη και από Νότιο Αφρική. Δεν μπορούσαν να μην έρθουν. Ακόμη και η θεία Σταμάτω. Και χωριανοί. Και φίλοι του θείου. Όλοι εκεί για να αποτίσουν τον ύστατο φόρο τιμής.

Και όταν πια τελείωσαν οι ψαλμοί, ξεκίνησαν να μιλάνε για εκείνον όσοι καλά τον γνώρισαν. Ο καθηγητής κ. Γ. Σουλούτας, ο συγχωριανός μας και πρώην Νομάρχης κ. Χρήστος Μαρτίνης. Ο πρόεδρος του Φιλοπρόοδου Συλλόγου του χωριού μας και ανηψιός του, Αλέξανδρος Λαμπρίδης. Και τελευταίος και ιδιαίτερα συγκινημένος ο βαφτιστικός του και γιος του συνεταίρου του, κ. Θωμάς Φώτσης.

Ο καθένας τους με τρόπο μοναδικό μας κοινώνησε στο βίο και τα έργα του Χρυσόστομου Λαμπρίδη. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που βουρκώσαμε. Ιδιαίτερα όταν ο Αλέξανδρος μας περιέγραψε τη στιγμή που πήγε να πάρει το λίγο χώμα από το πατρικό... Τον παράξενο άνεμο που φύσαγε. Την εικόνα του θείου σε κάθε τι τριγύρω. Δρόμοι, γεφύρια, δέντρα, εκκλησιές, σχολείο, βρύσες, μουσείο... και πόσα άλλα... Όλα αυτά που θα κρατήσουν ζωντανή την εικόνα του και τη μνήμη του άσβεστη όσα χρόνια και αν περάσουν.

Κι έπειτα, μετά το δεύτε τελευταίον ασπασμόν, πήραμε την ανηφόρα. Σε μια πλαγιά κατάφυτη, στην αγκαλιά του βουνού, εκεί το τελευταίο του σπίτι:



Σε έναν τόπο μακριά από τον τόπο που αγάπησε μα κοντά σε εκείνους που τον αγάπησαν. Αυτή ήταν η επιθυμία του.

Ξένος μα όμορφος ο τόπος που από χτες ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης κοιμάται τον τελευταίο ύπνο, τον ανεξύπνητο. Ταιριαστός σε έναν άνθρωπο που έζησε δεκαετίες ξενιτεμένος. Στη ζωή ξενιτεμένος και στο θάνατο... Για να κρατάει ακόμη κι εκεί ανόθευτη την αγάπη για την πατρίδα με τη δύναμη που μόνο η ξενιτιά μπορεί να της δώσει.

Ήταν έκπληξη για μένα η επιλογή του αυτή: Να μην τον συνοδεύσουμε στη γενέτειρα στο στερνό του ταξίδι. Απόλυτα σεβαστή η θέλησή του, αναπόφευκτος ο προβληματισμός. Έστω και αν γνωρίζουμε πως "Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος". Ίσως και γιατί δε λησμονούμε την επιτάφια επιγραφή του Αφρικανού Σκιπίωνα του πρεσβύτερου...

Έκπληξη και η επιθυμία του για μια απλή κηδεία, χωρίς καμία επισημότητα. Και αντί στεφάνου παράκληση - η στερνή - για οικονομική ενίσχυση του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Πολυδρόσου προς αποπεράτωση του Μουσείου και του ιδρύματος Σπαστικών Παιδιών στη Ζίτσα. Αυτά όμως έκπληξη δεν ήταν. Γιατί έτσι τον γνωρίζαμε μια ζωή. Να μας ζητάει τον οβολό μας για το κοινό καλό. Να μας ξυπνάει την αίσθηση του χρέους προς την κοινότητα.

Αναμενόμενες και οι τελευταίες στιγμές του αποχωρισμού. Με ένα κλαρίνο να στέλνει το "ώρα καλή" από τον Πετρολούκα Χαλκιά. Γιατί έτσι εμείς οι Ηπειρώτες αποχαιρετάμε τους νεκρούς μας. Έτσι τους λέμε το "Καλό Ταξίδι". Λεβέντικα και χωρίς γόους.

Και ειδικά ανθρώπους σαν τον Χρυσόστομο Λαμπρίδη. Που όλη η ζωή τους ένα ταξίδι διαρκές υπήρξε. Ένα ακόμη και ο θάνατος.

Όλη τη μέρα χτες, όλη την ώρα που βρισκόμουν κοντά του, παιδί τον έβλεπα, παιδί στα δεκαπέντε. Τότε που κίναγε για τη χώρα του Νείλου. Κατάφορτος με όνειρα. Ένα παιδί που ήρθε στη γη μας ένα Μάρτη, σαν χελιδόνι. Και σαν χελιδόνι πάλι πέταξε μακριά. Αφήνοντας πίσω του το άρωμα αληθινού ανθρώπου. Που έζησε πλέρια τη ζωή του. Μην αφήνοντας ούτε στάλα να πάει χαμένη.

Όταν πια έφυγαν όλοι για κάτω, μείναμε πίσω με την Αθηνά και τον Άρη. Τα εγγόνια του. "Έχεις σπουδαία εγγόνια, θείε. Το ξέρεις, δε χρειάζεται να στο πω." Με όραμα ζωής αντάξιο του παππού τους. Ήδη οι εγγονές του έχουν πετάξει σε ξένους τόπους για σπουδές. Κι ο Άρης ετοιμάζεται κι εκείνος. Κυνηγώντας το καθένα την Ιθάκη του. Πώς αλλιώς; Όταν έχεις παππού έναν Χρυσόστομο Λαμπρίδη δεν μπορεί παρά να αψηφάς και τον θυμωμένο Ποσειδώνα και τους Λαιστρυγόνες και τον Κύκλωπα.

Σε λίγο η μεγάλη του εγγόνα, η Αθηνά, θα βρεθεί στην Αίγυπτο. Κάνοντας έρευνα για το διδακτορικό της. Και είναι βέβαιο πως θα βρει εκεί πολλά ακόμη από τις ρίζες της και θα συναντήσει αμέτρητα ίχνη του παππού της. Γιατί αν η ζωή σφάλισε νωρίς την πόρτα των σχολειών για το Χρυσόστομο Λαμπρίδη, φρόντισε εκείνος να την ανοίξει διάπλατα για τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του. Όπως και για κάθε άλλο παιδί. Απαρέγκλιτη η νουθεσία του να μάθουμε γράμματα. Από έναν άνθρωπο που πολύ τα αγάπαγε με δεν τα χόρτασε.

Και ο δικός μου αποχαιρετισμός, ο ιδιαίτερος, από αυτό το μετερίζι θα γίνει. Ως μαθήτρια κάποτε του σχολειού στο μικρό μας χωριουδάκι. Ένα σχολειό που δεν του έλειπε τίποτε γιατί εκείνος φρόντιζε να μη λείπει. Δε φτάνει το ευχαριστώ να ανταποδώσει την προσφορά του. Και δε φτάνει μόνο το δικό μου ευχαριστώ.

Γιατί εκείνο το χωριό, το Πολύδροσο Θεσπρωτίας, ήταν και είναι ένα ξεχασμένο από τα γκουβέρνα χωριό των συνόρων. Κι αν έμεινε ζωντανό, αν δεν έσβησε από το χάρτη, το χρωστά σε σημαντικό βαθμό στο Χρυσόστομο Λαμπρίδη. Είναι για τούτο που ο πρώην νομάρχης κ. Χρήστος Μαρτίνης τόνισε στο χτεσινό του επικήδειο πως η Ακαδημία Αθηνών θα έπρεπε να απονείμει τιμητική διάκριση στον άνθρωπο αυτό. Να τον ανακηρύξει ευεργέτη όπως και όλους τους άλλους μεγάλους ευεργέτες της Ηπείρου.

Κι όχι για τίποτε άλλο... μα για να προβάλει ένα αληθινό πρότυπο μίμησης στα νέα παιδιά. Σε μια εποχή που την πνίγει το ψέμα και η απάτη. Ο ατομισμός και τα σκάνδαλα. Το κυνήγι του εύκολου χρήματος και της εφήμερης δόξας. Το αντίδοτο, το φάρμακο πες, είναι τα παραδείγματα ζωής ανθρώπων σαν το Χρυσόστομο Λαμπρίδη.

Μπορεί όμως η δική μας εποχή τέτοια πρότυπα να αναδείξει; Λυπάμαι, μα θαρρώ πως όχι. Ίσως, ποιος ξέρει; σε ένα μέλλον μακρινό... Τότε ίσως οι ερευνητές να εντοπίσουν τη λυδία λίθο που άλλαξε το ρου της ιστορίας σε κείνη την ξεχασμένη γωνίτσα της ελληνικής γης. Όχι μόνο με το προσωπικό του χνάρι, μα με ολόκληρο ποτάμι που παρέσυρε πίσω του.

Γιατί αυτό, το είπα, ήταν το ξέχωρο χάρισμα και δώρο του Χρυσόστομου Λαμπρίδη στους ανθρώπους. Ο στρατός που ετοίμασε για τη μάχη που εκείνος ονειρεύτηκε. Αρχιστρατηγικό το σχέδιό του. Γι' αυτό και του πρέπει ξέχωρη τιμή. Δεν αποχαιρετήσαμε έναν πολεμιστή χτες. Μα το στρατηγό που ενορχήστρωνε τον αγώνα όλων μας. Σε όποιο ταμπούρι και αν διάλεξε ο καθένας μας. Της επιστήμης, της τέχνης, της πολιτικής, του εμπορίου, ακόμη και της βιοπάλης.

Ο αδερφός μου χτες στον επικήδειό του μας συγκλόνισε με τις εικόνες του θείου που μας έφερε από το χωριό. Μα εγώ τις εικόνες του τις έβλεπα γύρω μου στα βουρκωμένα μάτια που τον άκουγαν. Άλλος γιατρός, άλλος μηχανικός, γεωπόνος, οικονομολόγος, περιβαλλοντολόγος, αρχιτέκτονας, δάσκαλος, επιχειρηματίας... κι άλλος αφοσιωμένος στη διάσωση της λαϊκής μας παράδοσης. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι με αξιοζήλευτη δράση ανάμεσά τους. Όχι μόνο επαγγελματική. Προσοχή. Το θαυμάσιο είναι που ίδια παλεύουν και για το κοινό καλό.

Και πόσοι ακόμη που στον ίδιο δρόμο βάδισαν και έχουν κιόλας φύγει από κοντά μας... Όλοι αυτοί χτες θα είχαν μεγάλο γλέντι! Περιμένοντας κοντά τους το Χρυσόστομο. Τον Τσιώμο τους, όπως τον έλεγαν τρυφερά. Και δίπλα τους οι πιο παλιοί. Οι "δάσκαλοι" που δημιούργησαν ένα φαινόμενο σαν το Χρυσόστομο Λαμπρίδη και τη γενιά του. Με ξέχωρο ανάμεσά τους το Νικόλαο Μπίτσα. Αυτόν που με τη μαγική βεργούλα του χάραξε ένα διαφορετικό δρόμο για το μικρό χωριό μας. Αυτόν που αγαπήθηκε από όλους τους μαθητές του αλλά περσότερο από κάθε άλλον του έδειξε τη λατρεία του ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης. Έπαινος και για το δάσκαλο και για το μαθητή η ξεχωριστή τους σχέση. Διαβάζει κανείς την αλληλογραφία τους και συγκλονίζεται. Πώς ο δάσκαλος ως και στα τελευταία του δίδασκε στον παλιό μαθητή του την ευεργεσία και το ευ ζην:

"Οι καιροί έρχονται και παρέρχονται, αγαπητοί φίλοι! Τα έργα όμως τα κοινόχρηστα και ευγενή, θα είναι αυτόπται μάρτυρες ότι εχύσαμεν από τον ιδρώτα μας μέρος δια την φωταγώγησιν και ανύψωσιν της Κοινότητάς μας. Αυτά έσονται έκδηλα της αδελφικής και ενωμένης ζωής μας."

Απόσπασμα επιστολής του Νικολάου Μπίτσα προς όλους τους ταξιδεμένους Πολυδροσίτες στις 13 Δεκεμβρίου 1936. Τότε που μόλις ο μικρός Χρυσόστομος είχε φτάσει στο Κάιρο, ένας ακόμη ταξιδεμένος Πολυδροσίτης και αυτός. Και όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Ν. Υφαντή (σελ. 230 ) :

"Αυτό ήταν το έναυσμα. Τα λόγια αυτά χαράχτηκαν πολύ βαθιά στην καρδιά του Χρυσόστομου και τον συντρόφευαν σε όλη του τη ζωή."

Αν και λίγους μόλις μήνες στην ξενιτιά, φροντίζει να ανταποκριθεί αμέσως στο κάλεσμα του δασκάλου του. Στέλνει το πρώτο δώρο στο σχολείο. Μολύβια, γιατί κι αυτά ακόμα τα στερούνταν τότε... Και στην επιστολή του σημειώνει:

"ΑΠΟ ΕΔΩ ΑΡΧΙΖΕΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΛΑΧΩΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ"

Κι ο δάσκαλος του απαντά:

"Αγαπητοί μου!

Ευχαριστώ πολύ για τη θύμησή μου και την αγάπη προς το σχολείον. Σας προτρέπω υπακοήν στους γονείς σας και ομόνοιαν αδελφικήν προς πάντας. Ό,τι ζητείτε θα σας σταλεί βραδύτερον. Τι γίνεται ο Τάσης; Περιμένω.
Όλους χαιρετώ.

Νικ. Μπίτσας"



Ήταν 5 Μαρτίου 1937. Εβδομήντα δύο χρόνια αργότερα, την ίδια μέρα, 5 του Μάρτη, ο μαθητής του, ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης, κίνησε για να πάει να τον βρει. Κλείνοντας οριστικά τον κύκλο της προσφοράς του. Ο Τάσης, ο μεγάλος αδελφός του Χρυσόστομου, είναι από χρόνια κοντά στο δάσκαλο. Με το δικό του κι εκείνος τεράστιο κύκλο προσφοράς στο χωριό. Όπως και τόσοι άλλοι χωριανοί και παλιοί μαθητές του Μπίτσα. Και ιδιαίτερα οφείλουμε να μνημονεύσουμε το γιατρό Τάσο Αναγνωστόπουλο, τον πρόωρα χαμένο λόγω της εθνικής του δράσης στα χρόνια της Κατοχής, έναν ακόμη σπουδαίο Πολυδροσίτη που διακρίθηκε για τον αλτρουισμό του και που έδωσε μεγάλο αγώνα για ίδρυση νοσοκομείου στη Θεσπρωτία. Ο Μπίτσας, θα το ξαναπούμε, φύτεψε άριστο σπόρο στο μικρό χωριό μας. Και ο κάθε μαθητής του με τη σειρά του το ίδιο φρόντισε να κάνει. Κι εκείνοι που έφυγαν κι εκείνοι που είναι ακόμη ανάμεσά μας.

Σ' αυτή την αλυσίδα που έναν ακόμη κρίκο της Χρυσό αποχαιρετήσαμε χτες, είναι βαριά η κληρονομιά όλων μας να δώσουμε συνέχεια. Αυτό και το πολύτιμο απόσταγμα από τους επικήδειους που ακούστηκαν. Και από τις συζητήσεις που ακολούθησαν.

Δεν ήταν μια συνηθισμένη κηδεία η κηδεία του Χρυσόστομου Λαμπρίδη. Ανανέωση ενός παμπάλαιου όρκου του τόπου μας ήταν, σαν δωρικός χορός μιας άλλης εποχής, εκείνο το ξεχασμένο:


ΑΜΕΣ ΔΕ ΓΕΣΟΜΕΘΑ ΠΟΛΛΩ ΚΑΡΡΟΝΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας